14. ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ
Οι Αμερικανοί είναι οι μεγαλύτεροι ταξιδευτές στον κόσμο. Μπορείς να τους βρεις παντού και πάντοτε, ακούραστους, ομιλητικούς, δραστήριους, να κυριαρχούν με την παρουσία τους. Ξεχωρίζουν από τους Άγγλους από τα πιο κατάλληλα ρούχα τους, τη μεγάλη ένταση της φωνής τους, τον διαπεραστικό ένρινο τόνο τους και την απροσεξία με την οποία σκορπίζουν χρήματα γύρω. Κανένας λαός στον κόσμο δεν μιλά τόσο μεγαλόφωνα όσο οι Αμερικάνοι. Είναι πολύ καλοί στις «Ειδικές ξεναγήσεις» και σε μια πόλη σαν την Αθήνα, έναν από τους υποχρεωτικούς σταθμούς του ταξιδιού στη Μεσόγειο, μπορεί να συμβεί επιδρομή ανά πάσα στιγμή.
Πριν αρχίσει η χρήση του αυτοκινήτου στην Εγγύς Ανατολή, μια μακριά σειρά από αμάξια που τριποδίζουν στην οδό Σταδίου ή Κηφισίας, γεμάτα με συμπατριώτες μου, ήταν σίγουρο σημάδι ότι κάποιο ατμόπλοιο έφθασε στο λιμάνι.
Έχουν περάσει ήδη πολλά χρόνια-περισσότερα από όσα θα ήθελα να παραδεχθώ-από τότε που ήμουν πρόξενος στο Ιοστεφές Άστυ. Ίσως οι τρόποι να έχουν αλλάξει με την εποχή του χωρίς άλογα οχήματος, αλλά έχω μια ξεχωριστή νοερή εικόνα από αυτές τις σειρές αμαξιών, ξέχειλων από γεμάτους ζήλο Αμερικάνους, όλους εξοπλισμένους με φωτογραφικές μηχανές, τις οποίες έστρεφαν στον κόσμο δεξιά και αριστερά, φωνάζοντας: «Εκεί είναι ένας ωραίος τύπος», «Βλέπεις εκείνο το γέρικο πουλί; Πρέπει να τον φωτογραφίσω»!
Ένα κοινό όνομα για τους Έλληνες, όπως πρέπει να ήταν στην πραγματικότητα για όλους τους λαούς της ακτής της Μεσογείου, ήταν «Σπαγγέτι» και υπήρχε μια συνεχής φωνητική ομοβροντία από «Έι, Σπαγγέτι!», «Εσύ, Σπαγγέτι, στάσου ένα λεπτό, θέλω να σε φωτογραφίσω!», «Σπαγγέτι, σταμάτα τα άλογα, θέλω να αγοράσω τσιγάρα»!
Αν το όνομα αυτό χρησιμοποιείται ακόμη, ίσως ενδιαφέρει τους συμπατριώτες μου να μάθουν ότι δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο, όπου να έχουν τα σπαγγέτι σε μικρότερη εκτίμηση και να τα μαγειρεύουν χειρότερα, από την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα τα ανώτερης κλάσης Ελληνικά εστιατόρια υπερηφανεύονται ότι προσφέρουν ευρωπαϊκά δείπνα, αποτελούμενα από σούπα, ψάρι, πουλερικό με σαλάτα, κρέας και επιδόρπιο.
Υπάρχουν αναρίθμητες μικρές, άγευστες, κακοταϊσμένες γαλοπούλες σε εκείνη τη χώρα, που τις βόσκουν κατά ομάδες στους δρόμους άντρες με καλάμια ψαρέματος και τις πουλούν πόρτα-πόρτα. Αυτοί προμηθεύουν την αναπόφευκτη dindon salade (σαλάτα κούρκου) των εστιατορίων που τροφοδοτούν τους τουρίστες.
«Έχω βαρεθεί τόσο πολύ τη σαλάτα ντινγκ ντονγκ», μου είπε κάποτε μια κοπέλα από το Σικάγο. Αυτή η λαμπρή και πραγματικά έξυπνη νέα προερχόταν από αρκετούς χειμώνες ανοικτών πανεπιστημιακών διαλέξεων. Στην πόλη της είχε τρέξει εδώ και εκεί με τραμ, είχε ριχτεί στα βιβλία και είχε γεμίσει το μυαλό της με μια τεράστια ποσότητα αναφομοίωτης παραπληροφόρησης, για κάθε είδους θέμα ταυτοχρόνως. Ήταν τώρα «στο εξωτερικό», συμπληρώνοντας τη μόρφωσή της και ετοιμάζοντας ομιλίες για τις λιγότερο τυχερές κυρίες της λέσχης της.
Αν και κατοικούν μια τεράστια ήπειρο, οι Αμερικάνοι είναι στενόμυαλοι. Πηγαίνουν στο εξωτερικό παραγεμισμένοι με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, την ιστορία του Μπάνκερ Χιλ1, κ.λ.π.-όλα καλά πράγματα με τον τρόπο τους, αποπνέοντας αρκετά ένα αίσθημα ανωτερότητας και περιφρόνησης για όλους τους άλλους λαούς. Δεν σκέφτονται ότι άλλα έθνη έχουν τις δικές τους παραδόσεις και πεπρωμένα και φυλετική υπερηφάνεια- την τελευταία συχνά τελείως δικαιολογημένη.
Οι πιο φλύαροι, θορυβώδεις, σαρωτικοί και μανιωδώς πατριώτες Αμερικάνοι, που ταξιδεύουν στο εξωτερικό, είναι οι ομάδες νεαρών κυριών, προσωπικά καθοδηγούμενες από ηλικιακά ώριμες κυρίες.
Μια τέτοια παρέα ενέσκηψε μια μέρα σε ένα εστιατόριο, που βρισκόταν ψηλά στον Βεζούβιο, στο σημείο που τελειώνει ο εναέριος σιδηρόδρομος και αρχίζει η αναρρίχηση. Ήταν όμορφα, δυνατά, αθλητικά πλάσματα, με επικεφαλής ένα είδος καπετάνισσας, που προφανώς επιλέχθηκε όπως οι βασιλιάδες τα αρχαία χρόνια, για την υπεροχή της σε ανάστημα και τη φυσική της γενναιότητα, η οποία κουβαλούσε μια τεράστια αμερικάνικη σημαία σε ένα κοντάρι με ατσάλινη μύτη. Προχώρησε ίσια στο ταμείο και κάρφωσε το κοντάρι της στο ξύλινο πάτωμα.
«Εμπρός κορίτσια», φώναξε, «θα δείξουμε σ’ αυτούς τους παλιοϊταλούς2 μια σημαία που είναι σημαία».
Δεν έχω δει πιο στενοχωρημένο και νευρικό άτομο από την μεσόκοπη κυρία που συνόδευε αυτήν την παρέα. Έπεσα επάνω τους ξανά στον κρατήρα, όπου προσπαθούσα να βγάλω μερικές φωτογραφίες του ηφαιστείου-στην πραγματικότητα έβγαλα δυο-τρεις, που άξιζαν τον κόπο.
«Εδώ είναι πάλι ένας από αυτούς τους τύπους που μας ακολουθούν με φωτογραφικές μηχανές», τσίριξε μια από τις νεαρές κοπέλες, «πόσο θα ήθελα να μπορούσαμε να απαλλαγούμε από αυτούς!».
Μια συνηθισμένη έκφραση των συμπατριωτών μας, όταν κάνουν αγορές και τους λένε την τιμή σε φράγκα, λίρες, δραχμές ή κάτι άλλο, είναι: «Πόσο κοστίζει σε πραγματικά λεφτά;» Αυτό δεν είναι καθόλου κατευναστικό ή ευγενικό για τους φτωχοδιάβολους, που βγάζουν τους μισθούς ή τα κέρδη τους σε υποτιμημένα νομίσματα. Αν είναι έξυπνοι-και συνήθως είναι-φουσκώνουν την τιμή.
Λίγοι Αμερικάνοι μιλούν άλλη γλώσσα εκτός από τη δική τους, και θεωρούν δεδομένο ότι κανείς ξένος δεν την καταλαβαίνει. Αυτό τους ενθαρρύνει να εκφράζουν δημόσια και μεγαλόφωνα τις γνώμες τους για την κατωτερότητα των «Παλιοϊταλών», των «Σπαγγέτι» ή των «Ολλανδών». Όμως η άγνοια της αγγλικής υποτίθεται ότι συνδέεται, με κάποιον μυστήριο τρόπο, με μια εθνική επιδημία κουφαμάρας, που πρέπει να την ξεπεράσει κανείς φωνάζοντας.
Καθόμουν μια μέρα κάτω από τις πιπεριές μπροστά από το Καφέ Γιαννάκη, στην Αθήνα, όταν μια μητέρα, περιστοιχισμένη από δύο ελκυστικές κόρες, με πλησίασε. Η μητέρα μιλούσε και είπε: «Δοκίμασα τα γαλλικά μου, δοκίμασα τα γερμανικά μου, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν καμμία γνωστή γλώσσα». Σταμάτησαν μπροστά μου και με παρατήρησαν για λίγο.
«Νομίζω ότι θα τον δοκιμάσω», αποφάσισε η κυρία. «Δείχνει ότι μπορεί να έχει μια ακτίνα εξυπνάδας».
«Ναι, μαμά, δοκίμασέ τον», την παρακίνησε η μια από τις κόρες. «Ίσως να μην είναι τελείως βλάκας».
«Σε ποια γλώσσα να τον δοκιμάσω;» είπε συλλογισμένα η κυρία, στην οποία απευθύνθηκε το «μαμά». «Νομίζω ότι θα αρχίσω με τα γαλλικά μου».
Με ρώτησε λοιπόν σε κάτι αλαμπουρνέζικα, που υπέθετε ότι είναι η γλώσσα των Παρισίων, για το πού μπορεί να βρει τον σταθμό του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου για το Φάληρο. Σηκώθηκα, έκανα την πιο ευγενική3 μου υπόκλιση και εξήγησα στα αγγλικά: «Το τραίνο σταματά ακριβώς εκειπέρα, κυρία, μπροστά στο βασιλικό ανάκτορο. Αν μου το επιτρέπετε, θα σας συνοδεύσω ως εκεί».
Τα κορίτσια κατέρρευσαν με μια τσιρίδα στα χέρια της μητέρας τους, δεξιά και αριστερά, αλλά αυτή τα στριφογύρισε αποφασιστικά και τα ανάγκασε να βαδίσουν χωρίς άλλες διαπραγματεύσεις. Τις γνώρισα καλά αργότερα και τις βρήκα πολύ ευχάριστες. Φαίνεται ότι ταξίδευαν μαζί, και η μητέρα, λόγω των υποτιθέμενων γλωσσικών προσόντων της, είχε αναλάβει τον ρόλο του ξεναγού. Διασκέδαζαν, εν πολλοίς χάρις στην έντονη αίσθηση του χιούμορ και τη διαρκή εύθυμη διάθεσή τους.
«Θυμάσαι μαμά εκείνη τη φορά», υπενθύμισε μια από τις κόρες, «όταν όρμησες προς εκείνον τον άντρα και τον άρπαξες στα γερμανικά; Τον κοίταξες ίσια στα μάτια για ένα λεπτό περίπου, σοκαρισμένη, έγινες κατακόκκινη και ξεφούρνισες: Ja (ναι). Ήταν η μόνη λέξη που μπορούσες να πεις».
«Τι να γίνει, ήταν η μόνη γερμανική λέξη που μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, για να σώσω τη ζωή μου. Αν εσείς οι δυό ανόητες μαϊμούδες δεν τσιρίζατε τόσο από τα γέλια, θα ήμουν σε θέση να συνεχίσω σε ένα λεπτό».
Φαίνεται από τα παραπάνω ότι δεν ανήκουν όλοι οι Αμερικανοί ταξιδιώτες στην απαράδεκτη και ακαταμάχητη κατηγορία.
Μια μέρα μια όμορφη και ευχάριστη ηλικιωμένη κυρία ήρθε στο γραφείο μου. Ήταν Κουέικερ4 από την Φιλαδέλφεια και φορούσε σκουφάκι των Κουέικερ. Αν και είχε περάσει τα εξήντα, ήταν παχουλή στο πρόσωπο και στο σώμα, με τέλεια, ίσια δόντια και μια από τις πιο θαυμάσιες, μεταξένιες επιδερμίδες που έχω δει ποτέ. Ήταν η χήρα, προσφάτως χήρα, ενός διάσημου Αμερικανού εφευρέτη και επιστήμονα, εκδότη ενός μεγάλου επιστημονικού περιοδικού.
«Λοιπόν!», αναφώνησε, πέφτοντας σε μια καρέκλα. «Επιτέλους βρίσκομαι εδώ, στη γη του Περικλή και της Ασπασίας. Από τότε που ήμουν μαθήτρια και μάθαινα γι’ αυτούς, ονειρευόμουν να έρθω εδώ. Ο άνδρας μου ουδέποτε θα μπορούσε να έρθει, αλλά μόλις πέθανε ο καημένος, και ήμουν ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, ξεκίνησα αμέσως. Πήρα το πρώτο πλοίο. Και τώρα, κύριε πρόξενε, πείτε μου που μπορώ να αγοράσω αυθεντικές φωτογραφίες του Περικλή και της Ασπασίας!».
Έφυγε και δεν την ξαναείδα, αλλά την έχω σκεφτεί πολλές φορές από τότε. Όποτε βλέπω στην εφημερίδα ιστορίες για νεαρούς που παντρεύονται ηλικιωμένες γυναίκες, μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα του γλυκού, αξιαγάπητου προσώπου της, και καταλαβαίνω πώς είναι δυνατά τέτοια πράγματα. Ήταν επίσης αυτή που με ρώτησε σε ποια εκκλησία κάνει κήρυγμα ο Αμερικανός minister (πάστορας) και ατυχώς ήμουν υποχρεωμένος να την πληροφορήσω ότι ήταν άλλου είδους minister (δηλαδή πληρεξούσιος πρέσβυς).
Δεν θέλω να δημιουργήσω την εντύπωση ότι όλοι οι Αμερικάνοι που ταξιδεύουν είναι αλλόκοτοι. Η πλειονότητα των εκατομμυρίων που περιπλανώνται στην υφήλιο και αφήνουν τεράστια χρηματικά ποσά σκορπισμένα απλόχερα, πορεύονται τον δρόμο τους περισσότερο ή λιγότερο φυσιολογικά, δημιουργώντας τη γενική εντύπωση ότι όλοι οι κάτοικοι των Ηνωμένων Πολιτειών είναι εκατομμυριούχοι και πρέπει να χρεώνονται διπλά. Οι ιδιόρρυθμοι δημιουργούν την πιο μόνιμη εντύπωση.
Καθόμουν μια μέρα στη βιβλιοθήκη μου στον δεύτερο όροφο του Προξενείου στην οδό Κουμπάρη, όταν άκουσα από κάτω ένα διπλό βαρύ χτύπημα στο πάτωμα της σάλας και μια φωνή γεμάτη αγωνία να κραυγάζει: «Είναι εδώ η γυναίκα μου;»
Κατέβηκα στο ισόγειο και είδα έναν μικρόσωμο φαλακρό άντρα, που κρατούσε το καπέλο του και γυάλιζε το κρανίο του με το μαντήλι του. Δύο μεγάλες βαλίτσες ήταν ακουμπισμένες στο πάτωμα, μία από κάθε μεριά του.
«Θέλω τη γυναίκα μου», είπε άγρια.
Μη ξέροντας ούτε το όνομά του, δεν γνώριζα τίποτε ούτε για τη γυναίκα του. Τον διαβεβαίωσα ότι ούτε η δική του σύζυγος, ούτε κανενός άλλου, βρισκόταν κάτω από τη στέγη μου.
«Έχασα τη γυναίκα μου», βόγκησε και, αρπάζοντας τις βαλίτσες του, όρμησε έξω από το σπίτι.
Σάστισα τελείως, και μόνο πολλά χρόνια αργότερα, αφού είχα μετατεθεί στη Σμύρνη, έμαθα τη συνέχεια της ιστορίας. Φαίνεται ότι ήταν ένας φημισμένος επιστήμονας και χημικός, που είχε μόλις δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα, το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία. Κάποιος με τόσα πολλά στο μυαλό του, δεν πρέπει να φεύγει ποτέ από το σπίτι του. Το ζευγάρι επισκεπτόταν τη Σμύρνη και είχε αγοράσει εισιτήρια για την Αλεξάνδρεια. Η σύζυγος επιβιβάσθηκε στο σωστό πλοίο, αλλά ο σύζυγος χασομέρησε μέχρι την τελευταία στιγμή και μετά όρμησε σε ένα ατμόπλοιο, με προορισμό τον Πειραιά. Όταν ξαφνικά το υπεραπασχολημένο μυαλό του αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να πλέει προς Αίγυπτο και όχι προς Ελλάδα, τηλεγράφησε στη γυναίκα του ότι βρισκόταν στην Αθήνα και πήδησε σε ένα αιγυπτιακό5 πλοίο για Αλεξάνδρεια. Η κυρία, παίρνοντας το τηλεγράφημα, ξεκίνησε βιαστικά για την Αθήνα, και πρέπει να διασταυρώθηκαν κάπου στη Μεσόγειο. Οι επόμενες κινήσεις τους δεν είναι γνωστές, αλλά υποθέτω ότι τελικά ξαναβρέθηκαν και από τότε έζησαν μαζί καλά και εμείς καλύτερα.
Οι Ντάνκαν, η Ισιδώρα και ο αδελφός της, ήταν πολύ γνωστοί στην Αθήνα, αν και εγώ γνώρισα πιο πολύ τον αδελφό, παρά τη διάσημη αδελφή του. Είχαν γνήσια εμπνευστεί από αγάπη για την αρχαία ελληνική ομορφιά, τη ζωή και τα έθιμα. Ο Ντάνκαν υιοθέτησε αρχαία ελληνική περιβολή, αγόρασε ένα κοπάδι γίδες και έναν αυλό βοσκού και πήρε τα βουνά. Παντρεύτηκε μια όμορφη και έξυπνη χωριατοπούλα και άρχισε να κτίζει με τα χέρια του ένα πέτρινο σπίτι στην πλαγιά του Υμηττού.
Είδα εκεί τη γυναίκα του ένα απόγευμα. Προσπαθούσε να ζήσει στο σπίτι, αν και ο σύγχρονος Τίτυρός6 της δεν είχε ακόμη βάλει σκεπή. Πιστεύω ότι το υπέμεινε για ένα μέρος του χειμώνα.
Οι Ντάνκαν απέκτησαν μερικούς μαθητές, που υιοθέτησαν την αρχαία περιβολή και πίστευαν ότι ζούσαν στις μέρες του Περικλή. Ήλπιζαν να προσηλυτίσουν τους γηγενείς και να ξαναφέρουν τις μεγάλες, όμορφες παλιές μέρες, αλλά δεν είχαν επιτυχία με τους χωρικούς. Μία από τις μαθήτριές τους ήταν μια πλούσια κοπέλα της καλής κοινωνίας, πολύ γνωστή στους εκλεκτούς κύκλους της Νέας Υόρκης και του Nιούπορτ. Αυτή η γοητευτική νέα γυναίκα ήρθε ένα πρωί στο γραφείο μου, φορώντας λευκό χιτώνα, σανδάλια στα γυμνά της πόδια και μια ταινία γύρω από το μέτωπό της. Τα πλούσια μαλλιά της ήταν δεμένα με αρχαιοελληνικό τρόπο7.
Κάθισε κοντά μου και μου ανήγγειλε με στεγνό τόνο: «Μόλις απέκτησα μωρό».
«Για τ’ όνομα του Θεού», φώναξα ειλικρινά τρομαγμένος, και σηκώθηκα όρθιος.
«Εννοώ πριν από έναν μήνα περίπου», εξήγησε.
«Ω», είπα με σβησμένη φωνή και ξανακάθισα στην καρέκλα μου.
«Το γεγονός είναι», συνέχισε, «ότι παντρεύτηκα έναν αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, και, επειδή έχω αξιόλογη περιουσία, θα ήθελα να μάθω τι δικαιώματα πάνω στα χρήματά μου δίνει στον άντρα μου το γεγονός ότι έχουμε παιδί».
Μου έκανε δώρο ένα πολύ ακριβό βιβλίο, τυπωμένο σε περγαμηνή και δεμένο με λευκό δέρμα: τα ποιήματα του άντρα της, σε δική της έκδοση. Αυτός ο τόμος κάηκε μαζί με την υπόλοιπη βιβλιοθήκη μου από τους Τούρκους στη Σμύρνη, και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό. Ήταν όμορφος, από φυσική άποψη, και μια σπουδαία πνευματική πηγή. Όποτε βαριόμουν, έπαιρνα αυτόν τον τόμο, διάβαζα μερικά από τα ποιήματα και αναρωτιόμουν τι σήμαιναν. Της είπα ειλικρινά μια μέρα, ότι δεν μπορούσα να καταλάβω τα ποιήματα του άντρα της, και μου απάντησε μυστηριωδώς: «Όχι, δεν θα μπορούσατε. Δεν είστε από τους μυημένους».
Αυτά τα πραγματικά περιστατικά, είναι, από την ίδια τη φύση τους, λίγο-πολύ ασύνδετα, και καταγράφονται όπως μου έρχονται στη μνήμη.
Μια από τις πιο εκνευριστικές, ήσσονος σημασίας καταστάσεις, που κλήθηκα να αντιμετωπίσω, προκλήθηκε από την αγορά ενός μικρού σκύλου στη Μάλτα, από ένα μέλος μιας ομαδικής εκδρομής. Φαίνεται ότι το ζώο κλαψούριζε όλο το βράδυ και δεν άφηνε τα μισά περίπου μέλη της αποστολής να κοιμηθούν. Από την άλλη μεριά, το θαύμαζαν πολύ οι φίλοι και υποστηρικτές της κυρίας που το είχε αγοράσει και το είχε στην κατοχή της. Οι δύο φατρίες μπήκαν ένα πρωί στο γραφείο μου και απαίτησαν να διευθετήσω το θέμα.
Η μια ομάδα είχε επικεφαλής τη γυναίκα, που κρατούσε σφιχτά το ζώο της, η άλλη έναν οργισμένο απλό άνθρωπο.
«Απαιτώ κύριε να μην πάρουμε μαζί μας αυτό το ζώο ή να μας επιστρέψετε τα ναύλα μας για το υπόλοιπο του ταξιδιού», είπε ο άντρας.
«Δεν υπήρχε τίποτε στη συμφωνία που να με εμποδίζει να αγοράσω το σκυλί», απάντησε βλοσυρά η ιδιοκτήτριά του, «και έχω σκοπό να το κρατήσω».
Όταν εξήγησα ότι ήμουν αναρμόδιος να διευθετήσω την αντιδικία, ότι δεν υπήρχαν διατάξεις στους κανονισμούς των προξενείων για μια τέτοια περίπτωση, η αντίθετη στο σκυλί ομάδα εξέφρασε τη γνώμη της για μένα και για το διπλωματικό σώμα γενικά, χωρίς να μασάει τα λόγια της. Όλη η ομήγυρη ήταν έξαλλη. Δυσκολεύτηκα πολύ να απαλλαγώ από αυτούς, αλλά στο τέλος έφυγαν, η γυναίκα αγκαλιάζοντας σφιχτά τον σκύλο της και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης απειλώντας να το πετάξει στη θάλασσα και να με θεωρήσει προσωπικά υπεύθυνο για τυχόν ζημίες.
Αυτό το περιστατικό με το σκυλί θυμίζει φυσικά ένα επεισόδιο που αφορούσε μια γάτα, το οποίο μου διηγήθηκε ένας συνάδελφος. Ένας εξαίρετος νεαρός κύριος τον επισκέφθηκε μια μέρα και είπε:
«Κύριε, ανυπομονώ να εξακριβώσω τον δασμό για νεκρές γάτες. Ελπίζω ότι δεν είναι πολύ υψηλός».
«Νεκρές γάτες!» αναφώνησε ο πρόξενος, «δεν άκουσα ποτέ να εξάγει ή να εισάγει κάποιος κάτι τέτοιο».
«Θα μπορούσατε να ψάξετε το θέμα και να βεβαιωθείτε! Είμαι σίγουρος ότι θα μου συμπαρασταθείτε στη δυσάρεστη κατάστασή μου και θα κάνετε ό,τι μπορείτε για να με βοηθήσετε. Αγόρασα μια όμορφη γάτα και συνδέθηκα πολύ μαζί της. Πέθανε και επιθυμώ να βαλσαμωθεί η σορός της και να σταλεί στην πατρίδα».
Δεν ξέρω αν η σορός αυτής της όμορφης γάτας αναπαύεται σε αμερικανικό έδαφος, και αυτό μου θυμίζει ότι είμαι εξίσου αβέβαιος για το τελικό πεπρωμένο ενός απερίγραπτου αδέσποτου σκυλιού, το οποίο αγόρασε μια γνωστή και πλούσια κυρία από την Ουάσιγκτον.
Πήγαινα με το αμάξι μαζί της στην οδό Σταδίου στην Αθήνα, όταν αναφώνησε ξαφνικά: «Ω, τι όμορφό σκυλί! Οδηγέ σταμάτα!»
Ένας κουρελιάρης διαβολάκος με έξυπνα μάτια στεκόταν στην άκρη του δρόμου και ένα συμπαθητικό κουτάβι, απείρως ανακατεμένης ράτσας, καθόταν ανάμεσα στα πόδια του.
«Ρώτα το αγόρι πόσα θέλει για το κουτάβι του», μου είπε η συνοδός μου.
Ο διαβολάκος έριξε μια ματιά προς τα κάτω, πήρε το κουτάβι και ήρθε στο αμάξι κρατώντας το. «Εκατό δραχμές», είπε απαιτητικά.
Τα χρήματα πληρώθηκαν αμέσως και συνεχίσαμε το δρόμο μας.
«Λυπήθηκα πολύ που στέρησα το σκυλί από αυτόν τον καημένο μικρούλη», μουρμούρισε η καλόκαρδη κάτοχος εκατομμυρίων. «Πιθανόν ο χωρισμός από αυτό να του ράγισε την καρδιά. Ίσως δεν έχει πατέρα και μητέρα και αυτό είναι ο μόνος φίλος του».
Συνάντησα το αγόρι αυτό μιά-δυό μέρες μετά. Στην πραγματικότητα γνώριζα πολύ καλά αυτόν τον έξυπνο μικρό κατεργάρη, διότι είχε βάψει συχνά τα παπούτσια μου.
«Σου λείπει πολύ ο σκύλος σου;» τον ρώτησα.
«Δεν ήταν ο σκύλος μου», απάντησε, «δεν ήξερα ότι ήταν εκεί μέχρι που μου τον έδειξες».
Εκατό δραχμές ήταν είκοσι δολάρια εκείνη την εποχή. Δεν πιστεύω ότι εκείνο το αγόρι θα καταλήξει στη φυλακή. Πιθανόν θα γίνει εκατομμυριούχος. Έχει την ενστικτώδη ικανότητα για υψηλά οικονομικά, του τύπου που δεν χάνει ευκαιρία να βγάλει λεφτά με ανέντιμο τρόπο, χωρίς κίνδυνο να πέσει στις δαγκάνες του νόμου.
Ο Αμερικανός τουρίστας όταν μπαίνει σε ένα αμάξι ή ένα αυτοκίνητο για να δει μια πόλη όπως η Αθήνα, το Παρίσι ή η Ρώμη μέσα στις προγραμματισμένες μία ή δύο μέρες, είναι φυσικό να οδηγεί γρήγορα. Βλέπει τα αξιοθέατα με τον ίδιο τρόπο που κάνει τη δουλειά του-είκοσι λεπτά διάλειμμα για φαγητό. Η αδυναμία των ομαδικών εκδρομών είναι ότι διατίθενται μία με δύο μέρες για σκοπούς, οι οποίοι, για να εκπληρωθούν σωστά, χρειάζονται από ένα ως είκοσι χρόνια.
Όταν σκέφτομαι αυτούς τους γεμάτους ενέργεια, βιαστικούς τουρίστες, το μυαλό μου πάντα γυρίζει σε έναν επιχειρηματία από τη Νέα Υόρκη, που μια μέρα ανέβαινε με αμάξι την οδό Κηφισίας, την ώρα που έκανα περίπατο. Ήταν πάνω σε ένα μόνιππο, περιστοιχισμένος από μια σωματώδη κόρη και από μία ακόμη πιο σωματώδη γυναίκα, με τέτοιο τρόπο που ο ίδιος κρεμόταν στην άκρη του καθίσματος, με τα γόνατά του να προεξέχουν προς τα αυτιά του.
Είχα μόλις επιστρέψει από διακοπές στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχα αγοράσει μια εφεύρεση, τότε πρόσφατη, για τα ματογυάλια: ένα από εκείνα τα στρογγυλά, επίπεδα καρούλια, που έχουν μια μακριά λεπτή αλυσίδα, στο άκρο της οποίας στερεώνονται τα γυαλιά. Τα τραβάς έξω όταν χρειάζεται, και τα βάζεις στη μύτη σου. Όταν παύεις να τα χρειάζεσαι, τραβάς την αλυσίδα μέσα στο καρούλι και τα αφήνεις να κρέμονται από το πέτο του επανωφοριού σου.
Μόλις το αμάξι πέρασε το σημείο όπου στεκόμουν, ο άρρην επιβάτης φώναξε στον αμαξά: «στάσου, Σπαγγέτι!» και τον πασπάτεψε στην πλάτη με το μπαστούνι του. Ο αμαξάς υποχρέωσε το άτι του να σταματήσει απότομα. Ο Νεοϋορκέζος πήδησε κάτω και έτρεξε προς το μέρος μου.
«Που βρήκες αυτό το ντινγκφλούκους;» ρώτησε επιτακτικά.
«Ντινγκφλούκους;» επανέλαβα, μπερδεμένος από την ξαφνική έφοδο.
«Ναι, ναι. Έχασα το δικό μου και θέλω να αγοράσω άλλο».
«Μα τι είναι αυτό;» ρώτησα.
«Αυτή η σβούρα, αυτό το πραγματάκι, αυτό το ντουφλίκερ».
«Μα για ποιο πράγμα μιλάτε, επιτέλους;» επέμεινα.
«Μα, αυτό το πώς το λεν, από το οποίο κρεμάς τα γυαλιά σου».
«Α, αυτό!» απάντησα, «το αγόρασα στην Νέα Υόρκη!»
«Που να πάρει!», γρύλισε, «εκεί μπορώ να αγοράσω κι εγώ!» και έτρεξε πίσω και αναρριχήθηκε στο αμάξι του.
Ένας από τους πιο πετυχημένους επιχειρηματίες που έβγαλε η Αμερική γυρνούσε τον κόσμο με αυτοκίνητο, «βλέποντας» τα πάντα με 35 ως 60 μίλια την ώρα. Αυτό συνέβαινε τα πρώτα χρόνια του αυτοκινήτου, όταν τα θεμέλια της περιουσίας του μόλις είχαν τεθεί. Πίστευε πολύ στο μέλλον των αυτοκινήτων, στο οποίο είχε μεγάλο συμφέρον, και σκέφτηκε ότι ένας γύρος του κόσμου, με κατάλληλη διαφήμιση, θα βοηθούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στο να αποκτήσει ο κόσμος εμπιστοσύνη σε αυτό το μεταφορικό μέσο. Κατάλαβα την οπτική του γωνία, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα.
Με κάλεσε να πάω με το αυτοκίνητο, μαζί του και με τη γυναίκα του, ως τον Τύμβο του Μαραθώνα. Δέχτηκα ευχαρίστως και μια μηχανή, που έδειχνε πολύ γερή, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα μου. Ένα πρακτικό αυτοκίνητο, που είχε εκείνη την όψη του σκονισμένου και μεταχειρισμένου, που υποδηλώνει μάλλον την αντοχή και την καταλληλότητα του βετεράνου στρατιώτη, παρά τα αποτελέσματα εξασθένησης λόγω φθοράς από τη χρήση.
Ανέβηκα δίπλα του. Η γυναίκα του καθόταν στο πίσω κάθισμα. Σε λιγότερο χρόνο απ’ όσον χρειάζεται για να το πει κανείς, ήμασταν στην οδό Κηφισίας και πηγαίναμε προς τον Μαραθώνα.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν από τους πρωτοπόρους στη χρήση του αυτοκινήτου. Χειριζόταν τη μηχανή του, όπως ο Άραβας το άτι του. Ήταν κομμάτι της. Έδειχνε σαν να ήταν ζωντανή και να υπάκουγε διαισθητικά στις σκέψεις του. Έκανε ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε στύλους για τον τηλέγραφο και το τραμ, λεωφορεία, πεζούς που το ’βαζαν στα πόδια, καρότσια με κρασί, σαν μύγα ανάμεσα στις σταγόνες της βροχής.
Ολόκληρη η οδός Κηφισίας κουλουριάστηκε και εξαφανίστηκε πίσω μας, σαν αναμμένο στριμμένο χαρτί, και αρχίσαμε να αιωρούμαστε πάνω στους μακρείς κυματισμούς του αγροτικού δρόμου, όπως ένα πλοίο πετάει από τη μια κορυφή κύματος στην άλλη.
Ο φίλος μου είχε καρφωμένα τα μάτια του στο ταχύμετρο και μουρμούριζε συνέχεια:
«Τώρα πάμε με 25 μίλια, τώρα πάμε με 35 μίλια, τώρα πάμε με 40 μίλια, τώρα πάμε με 50 μίλια».
Μετά από λίγο φθάσαμε σε έναν στενό δρόμο, που διασχίζει, με πολλές στροφές και γυρίσματα, ένα δάσος από κατσιασμένα πεύκα. Ήταν αδύνατο να δεις παραπάνω από 5 δευτερόλεπτα μπροστά και ανέμενα με βεβαιότητα ότι θα τσακιστούμε στο κάρο κάποιου χωρικού σε κάθε επόμενη στροφή. Αυτό δεν συνέβη, αν και σε μιά-δυο περιπτώσεις πήρε το μάτι μου μουλάρια ζεμένα σε ψηλά, δίτροχα κάρα, να ορμούν σαν τρελά ανάμεσα από τα δέντρα προς τα μακρινά βουνά ή τη θάλασσα, ενώ οι ιδιοκτήτες τους τραβούσαν απελπισμένα τα χαλινάρια.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα έναν μονότονο ήχο πίσω μου. Συνεχιζόταν για κάποια ώρα, αλλά δεν τον είχα προσέξει, διότι η προσοχή μου ήταν στραμμένη αλλού. Ήταν η σύζυγος στην πίσω θέση που έψαλλε: Πιο κοντά Θεέ μου, σε Σένα!
Σε μια περίπτωση εμφανιστήκαμε απροσδόκητα μπροστά σε ένα καραβάνι από χωριάτισσες, καβάλα σε γαϊδούρια. Όλες γλίστρησαν αμέσως στο έδαφος και έπεσαν ανάσκελα. Αρπάζοντας σφιχτά τα καπίστρια γύρω από τους λαιμούς των ζώων, σύρθηκαν πέρα, μέσα στο δάσος.
Και ωστόσο ο ύμνος συνεχιζόταν μονότονα, με την επωδό του: «Τώρα πάμε με 30 μίλια, τώρα πάμε με 40 μίλια».
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής συνέβη κάτι παράδοξο-κάτι με γεύση από τον όνο του Βαλαάμ ή από το «Όνειρο θερινής νυκτός». Συναντήσαμε έναν γάιδαρο, δεμένο σε ένα πεύκο. Καθώς πηδούσαμε προς το μέρος του, πετάχτηκε ως την άκρη του σκοινιού του, το οποίο τέντωνε με μανία, βελάζοντας ακριβώς όπως ένα τρομαγμένο πρόβατο. Αν μιλούσε, δεν θα μου προκαλούσε μεγαλύτερη έκπληξη. Και θέλω να σημειώσω εδώ, για τους δύσπιστους, ότι ένα γαϊδούρι, όταν τρομάξει αρκετά, μπορεί να βελάζει. Τουλάχιστον το συγκεκριμένο μπορούσε. Μπορεί ακόμη να αναπτύξει απίστευτη δύναμη και ταχύτητα, διότι το υπ’ όψιν γαϊδούρι έσπασε ένα χοντρό σκοινί και, την τελευταία φορά που το είδα, έτρεχε σαν ελάφι.
Διανύσαμε την απόσταση των είκοσι δύο μιλίων ως τον Μαραθώνα σε 40 λεπτά, δηλαδή με 35 μίλια την ώρα, που ήταν παγκόσμιο ρεκόρ για εκείνη την εποχή. Όταν εμφανίσθηκε ο Τύμβος τον έδειξα στον οικοδεσπότη μου, ο οποίος σχολίασε: «Φθάσαμε, ε;» έρριξε ένα βλέμμα στο ρολόι του και άρχισε να κάνει στροφή.
«Μα δεν θα δεις τον Τύμβο;» ρώτησα.
«Μπορώ να τον δω από εδώ», μου απάντησε, συνεχίζοντας να κάνει στροφή. «Θέλω να κάνω ένα ρεκόρ: τον πιο σύντομο χρόνο μέχρι τον Μαραθώνα και πίσω».
Αλλά εγώ ήθελα πάρα πολύ να επισκεφθώ τον Σωρό, στον οποίο δεν είχα κάνει προσκύνημα για αρκετά χρόνια.
«Μα αυτό είναι ένα από τα πιο φημισμένα μέρη στην ιστορία», φώναξα απελπισμένα, «ένα από τα πιο ιερά. Είναι πιο σπουδαίο από τις Πυραμίδες της Αιγύπτου. Αν πρέπει να επιστρέψεις βιαστικά, άσε με να κατέβω και θα γυρίσω με τα πόδια».
«Είναι γνωστό γενικά;», ρώτησε. «Το έχουν βγάλει πολλές φωτογραφίες;»
«Μετά τον Τάφο του Χριστού, δεν υπάρχει μνημείο πιο γνωστό από αυτό», είπα θερμά.
«Αξίζει να το φωτογραφίσω με το αυτοκίνητο;» ρώτησε και, παίρνοντας καταφατική απάντηση, οδήγησε μέχρι τον Τύμβο, πισωπάτησε προς την αντίθετη κατεύθυνση και τράβηξε την φωτογραφία.
Ήταν ίσως το πιο ειλικρινές και εγκάρδιο τεκμήριο εκτίμησης, που έλαβαν οι ήρωες, οι οποίοι πέθαναν για να σώσουν την Ευρώπη και να καταστήσουν δυνατή την ύπαρξη του αυτοκινήτου και της εποχής του, κατά τη διάρκεια των κύκλων του ύπνου τους κάτω από εκείνον τον μικρό λόφο.
Περνώντας αργότερα από το ξενοδοχείο του, διαπίστωσα ότι οι Πυραμίδες, η Αλάμπρα, το Κολοσσαίο, η Σφίγγα, είχαν όλα τιμηθεί με αυτόν τον τρόπο. Μια φωτογραφία είχε τραβηχτεί ακριβώς στο σημείο όπου είχαν κάψει τον Σαβοναρόλα στην Φλωρεντία, με το Παλάτσο Βέκιο στο βάθος, μια άλλη με το μεγαλύτερο μπαμπού της Αφρικής να «κάθεται» στην πίσω θέση. Καθώς έδειχνε κάθε φωτογραφία, παρατηρούσε: «Αυτή βγήκε καλά, έτσι δεν είναι;» ή «Δεν εστίασα καλά σ’ αυτήν εκεί». Γι’ αυτόν η Ακρόπολις ήταν απλώς ένα από τα μέρη της Αθήνας, όπου φωτογράφισε το αυτοκίνητό του. Και όμως, δεν θα μιλούσα γι’ αυτόν με περιφρόνηση. Ήταν το προϊόν, ή μάλλον ο πρωτεργάτης, μιας μεγάλης εποχής της βιομηχανίας και των μηχανών. Δεν θα τον έβαζα στην ίδια κατηγορία με κάποια γυναίκα, την οποία συνάντησα μετά την επιστροφή της από κρουαζιέρα στη Μεσόγειο.
«Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο στην Αθήνα;» τη ρώτησα και μου απάντησε: «Το βούτυρο».
Το βούτυρο!
Βρήκα στο σημειωματάριό μου μια σύντομη περιγραφή ενός περιπάτου που έκανα με τη γυναίκα μου τον Μάιο του 1909, την οποία αντιγράφω χωρίς αλλαγές:
«Πήγα με την Κατερίνα στους Αμπελοκήπους και βρήκα έναν αγρό με παπαρούνες, σε έναν μικρό λόφο. Ο ήλιος μόλις που έδυε πάνω από τον Άγιο Γεώργιο με λαμπρότατη μεγαλοπρέπεια, φωτίζοντας με όλες τις βραδινές αποχρώσεις τα βαριά σύννεφα, που ήταν μαζεμένα εκεί. Σε κάποια απόσταση προς τα αριστερά πρόβαλε η Ακρόπολη, πολύ ευδιάκριτη μέσα σε ένα γκρίζο ασημένιο φως, θαυμάσια διάφανο. Προς την άλλη μεριά, ο Υμηττός έπαιρνε τα βραδινά του χρώματα, ζωηρό βιολετί που σταδιακά ξεθώριαζε σε βυσσινί. Η σελήνη εμφανίστηκε τώρα πίσω από το βουνό και, φαινομενικά ακριβώς την ώρα που έδυε ο ήλιος, πρόβαλε στρογγυλή, γεμάτη και πελώρια πάνω από τον Υμηττό.
«Το βουνό ήταν τώρα σκοτεινό, ασημένιο, αιθέρια γκρίζο. Η Ακρόπολη και τα σπίτια της Αθήνας απέκτησαν μια παράξενη ευκρίνεια μέσα στο ανάμικτο φως της σελήνης που ανέτειλε και του όχι μακρινού ήλιου, που είχε κρυφτεί πίσω από τους λόφους. Μισή ώρα αργότερα το σεληνόφως έπεφτε σαν χιόνι πάνω στην πόλη, νέα και παλιά».
Ένα είδος Αμερικανού ταξιδιώτη, που συχνά έχει φασαρίες με ξένες αρχές και που μικρή βοήθεια πρέπει να παίρνει από τους εκπροσώπους μας, είναι ο βάνδαλος: Ο άνδρας ή η γυναίκα που αποσπά κομματάκια από αρχαία μνημεία και τα παίρνει μαζί του σαν ενθύμια. Αν ο παλιός μου φίλος Χάρολντ Μακ Γκραθ διάβαζε αυτές τις γραμμές, είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνούσε μαζί μου.
Έφτασε με τη γυναίκα του στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1909 και πέρασαν εκεί τρεις μέρες. Ήταν καθ’ οδόν προς Αίγυπτο και από εκεί για το Κολόμπο και έτσι γύριζαν όλον τον κόσμο, ξοδεύοντας μέρος των προσόδων από τις δημοφιλείς ιστορίες του συγγραφέα και μαζεύοντας υλικό για καινούργια διηγήματα.
Η κυρία Μακ Γκραθ μου διηγήθηκε την ιστορία ενός βανδάλου που είχε συναντήσει, ο οποίος ειδικευόταν στα δάχτυλα των ποδιών, τα οποία αποσπούσε από αγάλματα και από τα οποία είχε αποκτήσει τρομερή συλλογή. Καυχιόταν ακόμη για πέντε κεφάλια Βούδα, που είχε κλέψει από έναν μικρό ναό.
Όσο ήμουν στην Αθήνα, ένας Αμερικάνος προκάλεσε ένα δυσάρεστο σκάνδαλο, αποσπώντας ένα κομμάτι από τη Ζωφόρο του Παρθενώνα.
Βέβαια ο αρχηγός όλων των βανδάλων και ο προστάτης άγιός τους ήταν εκείνος ο λόρδος Έλγιν, που άρπαξε από την Ελλάδα μια μεγάλη συλλογή από όμορφα μαρμάρινα αγάλματα, ανάμεσα στα οποία ήταν μια από τις Καρυάτιδες ή Κόρες των Προπυλαίων του Ερεχθείου. Αλλά ο βανδαλισμός, και στην οικονομία και στην αρχαιολογία είναι ευυπόληπτος, μόνο όταν γίνεται σε μεγάλη κλίμακα. Σε κάπως παρόμοια πνευματική κατάσταση είναι και εκείνοι οι τουρίστες που δεν έχουν συναίσθηση της ιερότητας των αρχαίων ναών. Όπως οι περισσότεροι γάιδαροι, είναι παιδιά καθαρής και αβυσσαλέας αμάθειας.
Ο Δόκτωρ Πολ Μπάουερ, επιστήμονας διεθνούς φήμης, που είναι τώρα καθηγητής στο Γέιλ, βρισκόταν το 1909 στην Αθήνα και έκανε ένα ταξίδι στην Κρήτη. Όταν γύρισε μου διηγήθηκε ότι ο ξεναγός στην αρχαία πόλη της Κνωσού του έδειξε τον θρόνο του προϊστορικού βασιλιά Μίνωα και του πρότεινε να καθίσει σ’ αυτόν.
Ο Μπάουερ αρνήθηκε, για λόγους τους οποίους συμμερίζομαι, οπότε ο ξεναγός εξήγησε ότι οι Αμερικάνοι συνήθως γευμάτιζαν στην αίθουσα του θρόνου και έβαζαν κλήρο για το ποιο μέλος της ομάδας θα καθίσει στον θρόνο σε αυτές τις εορταστικές περιπτώσεις.
Ο γέρο-Μίνωας, αυτή η μεγαλοπρεπής και ιερή προσωπικότητα, ο ιερέας-βασιλιάς και νομοθέτης, φαίνεται ότι ήταν πιο ευγενικός χαρακτήρας από τον Τουταγχαμών και τους βλοσυρούς βασιλιάδες των Μυκηνών. Δεν άφησε κατάρα στις μακρινές γενιές, που δεν θα σέβονταν τη μνήμη του.
Ο Αμερικάνος που διαμένει σε ξένα μέρη αρκετό διάστημα, ώστε να δημιουργήσει κοινωνικές επαφές και να προσκληθεί σε δείπνα, σε τσάι και σε λέσχες, γρήγορα ανακαλύπτει ότι επικρατεί ένα είδος συζητήσεων με το οποίο δεν είναι εξοικειωμένος και στο οποίο είναι θλιβερά απροσάρμοστος. Σ’ αυτήν την χώρα οι ιστοριούλες και τα ανέκδοτα είναι της μόδας και δεν γίνεται μεγάλο δείπνο, στο οποίο να μη βγουν ένα-δύο καινούργια, τα οποία κάνουν τον γύρο του τύπου.
Η συζήτηση από την άλλη μεριά αποτελείται από σύντομα, πνευματώδη ευφυολογήματα ή από φλύαρη ανταλλαγή ανοησιών, κατά περίπτωση. Αυτό είναι απολύτως αληθινό στις μεσογειακές χώρες. Κανένας Έλληνας, Γάλλος ή Ισπανός δεν έχει την υπομονή να περιμένει το τέλος μιας ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι θα ξεσπάσει σε ευγενικά γέλια πριν φθάσει στη μέση της, ή αν φθάσει στο τέλος της, όπως συμβαίνει σε σπάνιες περιπτώσεις, θα πει ευγενικά: «Παρακαλώ, κύριε, συνεχίστε».
Παρευρισκόμουν κάποτε σε ένα διεθνές δείπνο σε μία πρεσβεία, στο οποίο τιμώμενος προσκεκλημένος ήταν ένας Αμερικανός βουλευτής, φημισμένος αφηγητής. Διηγήθηκε, με πολλές λεπτομέρειες, την ιστορία ενός αγρότη, που είχε δύο γιους, έναν καλό και συνετό, και έναν σπάταλο. Πεθαίνοντας άφησε το αγρόκτημα στον καλό νέο, και ο άλλος κινήθηκε νομικά να προσβάλει τη διαθήκη. Η αντιδικία κράτησε χρόνια, με τις αμοιβές των δικηγόρων να κατατρώγουν την περιουσία, ώσπου οι φράχτες, το σπίτι και οι αποθήκες ξεχαρβαλώθηκαν.
Ένα βράδυ, ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος καθόταν στη βεράντα του και, βλέποντας γύρω του τα υποθηκευμένα χωράφια του, μουρμούρισε:
«Όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά, μερικές φορές σχεδόν λυπάμαι που πέθανε ο μπαμπάς».
Τα πνιχτά γέλια στα οποία ξέσπασαν οι λίγοι παρόντες Αμερικάνοι γρήγορα πνίγηκαν από την έκφραση τρόμου στα πρόσωπα των άλλων και την παρατήρηση ενός αβρού Γάλλου:
«Από πάντα ήξερα ότι ο σεβασμός προς τους γονείς δεν εντυπώνεται τόσο βαθιά στο μυαλό των παιδιών στην Αμερική, όσο σε άλλες χώρες».
Τη δυνατότητα να πάρω μια πρώτη ιδέα για τη νοοτροπία των ξένων, μου την έδωσε πριν πολλά χρόνια μια γοητευτική, μικροκαμωμένη Αυστριακή βαρόνη, που λεγόταν Ντούσα. Ήταν μικροσκοπική, σαν πορσελάνη της Δρέσδης, με απαλό δέρμα και μεταξένια ξανθιά μαλλιά, διάσημη για τις εξαίσιες τουαλέτες της. Με πληροφόρησε ότι όλα τα ρούχα της ράβονταν στο Παρίσι, και όταν τη ρώτησα πώς γινόταν να της ταιριάζουν τόσο τέλεια, απάντησε: «Διατηρώ μια κούκλα στα μέτρα μου στο Παρίσι». Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μέγεθός της, η εξήγηση μου φάνηκε απόλυτα φυσιολογική.
Της μιλούσα κάποτε για μερικούς από τους φημισμένους κωμικούς μας και της είπα την ακόλουθη ιστορία του Μπιλ Νάι.
Ένας φίλος του τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια ότι το ψάρι κάνει καλό στο μυαλό, και αν ναι, ποιο είδος συνιστούσε ιδιαίτερα για τον σκοπό αυτό.
«Όλα τα είδη είναι κατάλληλα», λέγεται ότι απάντησε ο Νάι, «αλλά για την περίπτωσή σου θα συνιστούσα φάλαινα».
Η βαρόνη το σκέφτηκε σοβαρά για λίγο και ύστερα πρόβαλε την αντίρρηση: «Μα δεν ήξερα ότι τρώγεται η φάλαινα!»8.
Στο τέλος όμως ξύπνησε.
Της έλεγα για τις μάντρες ζώων στο Σικάγο. Την πληροφόρησα ότι τα γουρούνια οδηγούνταν κατά χιλιάδες στη μια άκρη μιας τεράστιας μηχανής και πετάγονταν έξω από την άλλη σε μορφή ζαμπόν, λουκάνικου, κ.τ.λ.
Δεν έκανε κανένα σχόλιο γι’ αυτό, αλλά μετά από λίγες μέρες είπε, με την ξενική προφορά της: «Ω! σχετικά με εκείνες τις μεγάλες μηχανές στις μάντρες ζώων στο Σικάγο. Δεν είναι τίποτε-τίποτε. Έχουμε εδώ και καιρό στη Βιέννη το ίδιο πράγμα. Όμως εδώ, αν δεν σου αρέσει το ζαμπόν, τα λουκάνικα, το μπέικον κ.τ.λ., αντιστρέφεις τη μηχανή και ζωντανά σου γουρούνια πετάγονται πάλι από την πάνω άκρη!»
Τα ακόλουθα περιστατικά με δύο Αμερικάνους, που συνάντησα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, δείχνουν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο μπορώ να σκεφθώ, το πόσο μικρός είναι ο κόσμος και πόσο σύντομη η ζωή.
Γνωρίζω τον Μπάρτον Χολμς πολλά χρόνια και έχω πέσει πάνω του τυχαία σε πολλές μακρινές γωνιές της Γης, περίπου όπως κάποιος πέφτει πάνω σε γνωστούς σε ένα μικρό χωριό. Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν πριν από δύο ή τρία χρόνια στη Βουδαπέστη.
Η πιο περίεργη συνάντηση που είχα μαζί του κάποτε ήταν στον ποταμό Σίλκα στη Σιβηρία. Η στάθμη του νερού είχε πέσει και το ατμόπλοιό μου είχε κολλήσει σε μια ξέρα. Έκανα μπάνιο στο ποτάμι, όταν πέρασε ένα άλλο σκάφος, με κατεύθυνση προς τα κατάντη, στο κατάστρωμα του οποίου ήταν ο Μπάρτον Χολμς. Δεν ξέρω αν με είδε ή όχι, αλλά εγώ του φώναξα.
Συνάντησα αρκετές φορές, σε χρονικό διάστημα πολλών ετών, τον στρατηγό Νέλσον Α. Μάιλς, έναν ψηλό, επιβλητικό άντρα, με στρατιωτικό παράστημα. Πέρυσι ήμουν με την κόρη μου στο τσίρκο των αδελφών Ρίνγκλιν στην Ουάσιγκτον. Καθόμασταν κοντά στην πλευρά του δακτυλίου, και η πελώρια τέντα ήταν γεμάτη. Πολύ κοντά σε μας, ένας θεατής κατέρρευσε και γλίστρησε στο έδαφος. Τον κουβάλησαν έξω και η παράσταση συνεχίστηκε. Ήταν ο στρατηγός Μάιλς, που είχε βρει, σε απόσταση λίγων μέτρων από μένα, έναν ευτυχισμένο θάνατο, διότι ήταν λάτρης του τσίρκου και πιστός θεατής του. Έτσι έφυγε μια σπουδαία ηγετική μορφή, που είχε ζήσει μια πλούσια ζωή και είχε διοικήσει στρατιές.
Έτσι φεύγουμε όλοι, μικροί και μεγάλοι, και η παράσταση συνεχίζεται.
Σχόλια του μεταφραστή
1 Στο Μπάνκερ Χιλ (Bunker Hill) έγινε το 1775 μια από τις πρώτες σημαντικές μάχες του Αμερικανικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας.
2. Στο κείμενο Dagoes (λαϊκή προσβλητική έκφραση, χρησιμοποιούμενη κυρίως για τους Ιταλούς).
3. Στο κείμενο Chesterfieldian (από τον 4ο κόμη του Chesterfield).
4. Κουέικερ (Quaker): μέλος χριστιανικής αίρεσης
5. Στο κείμενο Khediveal, από το Khedive, τον τίτλο του αντιβασιλέα της Αιγύπτου.
6. Τίτυρος (στο κείμενο Tityrus): Ήρωας των βουκολικών ειδυλλίων του Θεοκρίτου.
7. Στο κείμενο Psyche knot.
8. Η βαρόνη μιλά με αυστριακή προφορά (π.χ. στο κείμενο zat ze αντί that the)
15. ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ
Συχνά φτάνουν σε μικρές πρωτεύουσες πολύ πλούσιοι Αμερικάνοι, κάτοχοι τεράστιων, διεθνώς γνωστών περιουσιών, και αναμιγνύονται, με δημοκρατικό τρόπο, με τους εκπροσώπους της χώρας τους και την καλή κοινωνία της πόλης, αφήνοντας πίσω ένα απόθεμα κουτσομπολιού και θρύλων.
Ένα ζευγάρι, θυμάμαι, έφτιαχνε ένα μεγάλο πανεπιστήμιο στη Δύση. Ο σύζυγος συνέλαβε την ιδέα να αγοράσει έναν από τους στύλους του Ολυμπίου Διός, να τον στείλει στην πατρίδα του και να τον στήσει στην πανεπιστημιούπολή του. Επέμενε τόσο πολύ, που ο βασιλιάς Γεώργιος, ένας ευδιάθετος άνθρωπος με ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, έκανε πως κρύβεται, όποτε εμφανιζόταν, και συχνά μουρμούριζε στον Αμερικανό πληρεξούσιο πρέσβυ «βοήθεια! βοήθεια!»
«Θα σας δώσω γι’ αυτό ένα εκατομμύριο δολάρια, Μεγαλειότατε, σε γνήσιο, τίμιο αμερικανικό χρήμα», ήταν το επιχείρημά του. «Για να δούμε σε πόσες δραχμές αντιστοιχεί» και έκαμνε τον υπολογισμό.
«Τι θεόσταλτο δώρο θα ήταν για την ταλαίπωρη, καταχρεωμένη χώρα σας!». Έφυγε με την πεποίθηση ότι οι Έλληνες δεν εκτιμούν σωστά την πραγματική αξία του χρήματος.
Όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους επιχειρηματίες, οι ιδέες του ήταν κατά βάση ορθές και πρακτικές. Για παράδειγμα, ήξερε από ένστικτο ότι σπουδαίοι καθηγητές φτιάχνουν σπουδαίο πανεπιστήμιο, και άρχισε να στέλνει γράμματα σε εξέχοντες επιστήμονες σε διάφορους κλάδους, προσφέροντάς τους μεγαλύτερες αποδοχές από αυτές που ήδη έπαιρναν. Ένας διακεκριμένος καθηγητής του Χάρβαρντ μου είπε ότι είχε συζητήσει με τον εκατομμυριούχο το να ενταχθεί στο προσωπικό του.
«Τι βιβλιοθήκη θα έχετε;» ρώτησε ο καθηγητής. «Θα με εξουσιοδοτήσετε εν λευκώ να αγοράζω βιβλία της ειδικότητάς μου; Ένας λόγος που είμαι ικανοποιημένος από τη θέση που κατέχω τώρα, είναι το ότι έχουμε θαυμάσια βιβλιοθήκη. Κάνω έρευνα και πρέπει να έχω πρόσβαση σε οτιδήποτε έχει γραφτεί πάνω στο θέμα μου».
«Βιβλιοθήκη;» αναφώνησε ο εκατομμυριούχος, «δεν θα έχω καθόλου βιβλιοθήκη. Θα προσλάβω ανθρώπους που τα έχουν όλα στο κεφάλι τους».
Η δικαιοσύνη απαιτεί να δηλώσω ότι ο κύριος … ήταν πολύ έξυπνος για να μην αντιλαμβάνεται για πολύ καιρό την αξία μιας βιβλιοθήκης, και πέτυχε να αποκτήσει μια συλλογή βιβλίων, που αποτελούσε από μόνη της πόλο έλξης επιστημόνων.
Μια πολύ πλούσια κυρία από την Ουάσιγκτον, που επισκέφθηκε με τη θαλαμηγό της τον Πειραιά, είχε με κάποιον τρόπο αποκτήσει μια αυθεντική Ταναγραία, ένα από εκείνα τα έξοχα μικρά πήλινα δημιουργήματα, που παριστάνουν κυρίες της αρχαιότητας σε γοητευτικές φιλάρεσκες στάσεις, φορώντας ρούχα και καπέλα που θα μπορούσαν να είχαν αγοραστεί στο Παρίσι.
Μάλιστα, ένας γνωστός Γάλλος, όταν είδε για πρώτη φορά μια συλλογή από αυτές, αναφώνησε: «Αυτές δεν είναι αρχαίες Ελληνίδες, είναι Παριζιάνες!»
Υπάρχουν πολλές έξυπνες απομιμήσεις, κατασκευασμένες στη Γερμανία βεβαίως, αλλά οι αυθεντικές έχουν γίνει εξαιρετικά σπάνιες και ακριβές.
«Ανακάλυψα τι είναι αυτό», μου είπε η κυρία, δείχνοντάς την μου. «Είναι το μοντέλο, με βάση το οποίο γίνονταν τα αρχαία αγάλματα. Ο γλύπτης έκανε πρώτα αυτό το μοντέλο και ύστερα λάξευε τη φυσικού μεγέθους μορφή σε μάρμαρο. Σκοπεύω να το πάρω στη Ρώμη και να παραγγείλω να μου φτιάξουν το άγαλμα με μάρμαρο της Καράρας».
«Και μετά τι θα κάνετε το αγαλματάκι;», ρώτησα, τρέφοντας την αμυδρή και μακρινή ελπίδα να αποκτήσω την κυριότητά του.
«Ω, αφού γίνει το άγαλμα, θα πετάξω την κούκλα», απάντησε.
Η ίδια γυναίκα αγόρασε δύο αγάλματα από τον Βρούτο, έναν σύγχρονο Αθηναίο γλύπτη με αξιόλογα προσόντα, και τα έστειλε στην Ουάσιγκτον.
«Εσείς νομίζετε ότι δεν μπορείτε να βγάλετε αρχαιότητες από την Ελλάδα», σχολίασε κατόπιν στην κυρία Μπαχμέτεφ, σύζυγο του Ρώσου πρεσβευτή. «Δείτε αυτά!»
Ένας πολύ πλούσιος Αμερικάνος, ιδιοκτήτης μιας μεγάλης εφημερίδας, επισκέφθηκε την Αθήνα και είδα φευγαλέα τα πόδια του, κάτω από ιδιάζουσες περιστάσεις. Θα ήθελα να τον δω περισσότερο, διότι πάντα έτρεφα μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτόν, αλλά υποθέτω ότι πρέπει να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη, που είδα έστω και τα πόδια αυτού του όντως διακεκριμένου συμπατριώτη.
Ένας ανακατωσούρης, γεμάτος στόμφο, μικροκαμωμένος άντρας εμφανίστηκε στο γραφείο μου και ανήγγειλε εντυπωσιακά: «Ο κύριος … είναι εδώ. Έφτασε το πρωί με τη θαλαμηγό του».
«Χαίρομαι πολύ που το ακούω», απάντησα με ειλικρίνεια, «ελπίζω ότι θα έχω την χαρά να τον συναντήσω».
«Με έστειλε να σας πω ότι θέλει να εφοδιάσετε με κάρβουνο τη θαλαμηγό του αμέσως. Αμέσως, κύριε».
«Μα δεν ασχολούμαι με το εμπόριο του άνθρακα», απάντησα. «Είμαι ο Αμερικανός πρόξενος».
«Γνωρίζετε ποιος είναι ο κύριος …;» με ρώτησε επιτακτικά ο επισκέπτης μου. «Είναι ο μη εστεμμένος βασιλιάς της Αμερικής».
«Α, έτσι», είπα, αφήνοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης, «αυτό με βγάζει απ’ έξω. Εργάζομαι για τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών».
Πιο αργά την ίδια μέρα περπατούσα στην οδό Κηφισίας, όπου συνάντησα ένα μεγάλο συγκεντρωμένο πλήθος.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα, με το μυαλό μου να πηγαίνει ενστικτωδώς σε κάποια επανάσταση.
«Ο κύριος …», απάντησαν αρκετές φωνές, επαναλαμβάνοντας το όνομα του μη εστεμμένου βασιλιά.
Ένα κλειστό αμάξι με δυό άλογα διέσχιζε ορμητικά τον δρόμο και αμέσως υψώθηκε η κραυγή: «Νάτος, έρχεται!». Καθώς η ακολουθία περνούσε ακριβώς μπροστά μου, έσπασε ένα τζάμι και δυό πόδια ξεπρόβαλαν από το παράθυρο.
«Αυτός είναι!» φώναξε εύθυμα το πλήθος. «Αυτά είναι τα πόδια του».
Και αυτό μου θυμίζει έναν άλλο Αμερικανό πολυεκατομμυριούχο, που ήρθε με τη θαλαμηγό του στη Θεσσαλονίκη, όταν ήμουν τοποθετημένος εκεί, και έφερε μαζί του έναν ασυνήθιστο παπαγάλο. Φιλοξενούσε μια όμορφη, γοητευτική και διάσημη Γαλλίδα ηθοποιό. Με προσκάλεσαν για δείπνο στο σκάφος. Βρήκα το τραπέζι στρωμένο στο κατάστρωμα, καθώς ήταν ένα ζεστό καλοκαιριάτικο βράδυ, και πέρασα κανά δυο αξέχαστες ώρες με έναν εκκεντρικό οικοδεσπότη και μια λεπτοκαμωμένη, ευγενική κυρία.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου άκουσα ήχους, που έμοιαζαν με κλάματα βρέφους, να έρχονται από την καμπίνα.
«Α, τι ωραία!» αναφώνησα, «Βλέπω ότι έχετε μωρό στο σκάφος». Αγαπώ πολύ τα παιδιά.
«Όχι», απάντησε ο οικοδεσπότης μου, «δεν έχουμε παιδί στο σκάφος. Είναι ο παπαγάλος».
«Ναι», επιβεβαίωσε η ηθοποιός, «είναι ο παπαγάλος».
Τα κλάματα του αξιοθαύμαστου πουλιού συνεχίστηκαν και επαναλήφθηκαν σποραδικά κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Αμφιβάλλω. Πάντα θα αμφιβάλλω, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι δουλειά μου. Στην Ελλάδα αποκαλούν τα μωρά «αηδόνια του σπιτιού».
Ο συνταγματάρχης Γουίλιαμ Τζένινγκς Μπράιαν ήταν ένας διακεκριμένος Αμερικανός, που ταξίδεψε πολύ και δημιούργησε ευνοϊκή εντύπωση με την αξιοπρέπεια και την ευθυκρισία του. Οι διάσημοι Αμερικάνοι πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι είναι ανεπίσημοι εκπρόσωποι της χώρας τους και να έχουν κάποια αίσθηση υπευθυνότητας.
Παρέθετα δείπνο στον συνταγματάρχη και την οικογένειά του στην Αμερικανική Πρεσβεία, όταν πληρεξούσιος πρέσβυς ήταν ο κ. Τζάκσον. Θυμάμαι ότι στην πρόσκλησή μου ανέφερα ότι δεν θα φορούσα βραδινό ένδυμα και ότι δεν θα υπήρχε κρασί στο τραπέζι.
Η ανάμνησή μου από αυτόν τον πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο στο δείπνο είναι ότι ήταν βαρύς και δεν άφηνε τους τύπους και ότι η οικογένειά του τον ατένιζε με σιωπηλή έκπληξη και θαυμασμό. Εμένα με εντυπωσίασε και με καταπίεσε. Πρέπει να υπάρχει ισχυρό υπόστρωμα αξίας σε κάποιον που λατρεύεται τόσο από την οικογένειά του.
Όταν ο συνταγματάρχης Μπράιαν πήγε στη Σμύρνη, πήρε μαζί του ένα μεγάλο απόθεμα από φυλλάδια του κατηχητικού, για να τα διανείμει στους Τούρκους. Αυτά κρατήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο τελωνείο και ο λόγος για την κατακράτησή τους δεν ήταν φανερός, μέχρι που τελικά αποδεσμεύθηκαν. Φαίνεται ότι αυτά τα φυλλάδια είχαν ως κεφαλίδα, που επαναλαμβανόταν σε διάφορες σελίδες, τη φράση: «Ο Χριστός πέθανε για να σώσει τους αμαρτωλούς».
Οι Τούρκοι τα εξέτασαν προσεκτικά όλα και τα διόρθωσαν χρησιμοποιώντας πένα, ώστε να διαβάζονται: «Ο Χριστός πέθανε για να σώσει τους χριστιανούς αμαρτωλούς». Αυτό ήταν πολλή δουλειά, διότι το απόθεμα των φυλλαδίων ήταν μεγάλο, αλλά την έκαναν πλήρως.
Ο κύριος Μπράιαν έγραψε μια σειρά από άρθρα για το ταξίδι του σε όλον τον κόσμο, που δημοσιεύθηκε σε μια έκδοση με μεγάλη κυκλοφορία. Ρώτησα τον κ. Τζάκσον, γιατί έκαμνε αυτό το ταξίδι ο συνταγματάρχης, και μου απάντησε: «Γυρίζει τον κόσμο μαζεύοντας λανθασμένες πληροφορίες». Προφανώς οι Τούρκοι είχαν την ίδια γνώμη.
Αργά ή γρήγορα, όλοι όσοι αξίζουν να τους γνωρίσει κανείς, έρχονται στην Αθήνα. Ένας από τους πιο ευχάριστους και διασκεδαστικούς Αμερικάνους, που γνώρισα ποτέ, ήταν ο μακαρίτης Ρίτσαρντ Χάρντινγκ Ντέιβις. Πέρασα μαζί του κάμποσα ευχάριστα βράδια. Ο Ντέιβις ήταν βέβαια αμίμητος παραμυθάς και ήταν προθυμότατος να πει κάποιο τραγούδι, αν του το ζητούσαν. Αγαπούσε ιδιαίτερα ένα πειρατικό τραγούδι, του οποίου η επωδός περιλάμβανε τις λέξεις: «αίμα και κόκαλα», και ερμήνευε εξαιρετικά το «Μανταλάι» του Κίπλινγκ. Από τις πολλές ιστορίες που μου είπε, θυμάμαι καλύτερα την ακόλουθη:
Ένα βράδυ δειπνούσε στο Λονδίνο με φίλους του, ένας από τους οποίους πρότεινε να επισκεφθούν ένα αλλόκοτο εστιατόριο, που είχε ανακαλύψει. Οι θαμώνες, άνθρωποι από τις φτωχογειτονιές, κάθονταν σε ξύλινους πάγκους και έτρωγαν τηγανητά ψάρια, τα οποία κατέβαζαν με γενναίες δόσεις μπύρας. Το μαγαζί ήταν πάντα γεμάτο και οι πάγκοι πλήρως κατειλημμένοι, ενώ η χαρωπή εθιμοτυπία για κάθε νεοεισερχόμενο ήταν να σπρώχνει μια σειρά από καθισμένους, μέχρι να πέσει αυτός που ήταν στην άλλη άκρη και να καταλαμβάνει τη θέση που δημιουργούνταν με αυτόν τον τρόπο.
Το εσωτερικό αποτελούνταν από μια αίθουσα, που περιβαλλόταν από μια σειρά υπερυψωμένους μικρούς χώρους και ήταν πλημμυρισμένη από οσμή τηγανητού ψαριού και καπνού πίπας.
Ο Ντέιβις έφθασε σε αυτό το μοναδικό και αρωματικό εστιατόριο γύρω στα μεσάνυχτα και μπήκε σε ένα από τα χωρίσματα με τον φίλο του. Επειδή του κινήθηκε το ενδιαφέρον, τεντώθηκε όσο μπορούσε και κοίταξε προς τα κάτω το πλήθος, μια φιγούρα άψογη και επιβλητική, ντυμένη επίσημα.
Αμέσως ένας λιπαρός και λιγδιασμένος κύριος σηκώθηκε κρατώντας ένα ποτήρι μπύρα στο ένα χέρι και μία πίπα στο άλλο και ρητόρευσε1: «Λόγω της απροσδόκητης παρουσίας του Πρίγκιπα της Ουαλίας, παρακαλώ το ακροατήριο να εγερθεί και να ψάλει το: Ο Θεός σώζοι τον Βασιλέα!», πράγμα που το ακροατήριο άρχισε αμέσως να κάνει.
Επίσης γνώρισα αρκετά τον Στέφεν Κρέιν, έναν λεπτό, σοβαρό νέο άντρα, που οδηγούσε γρήγορα τον εαυτό του στον θάνατο με το πιοτό. Πήρα πρόγευμα μια φορά μαζί του στο ξενοδοχείο Αγκλετέρ, κατά το οποίο ήπιε σχεδόν ένα λίτρο2 σαμπάνια. Του έκανα συστάσεις, αλλά με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε τίποτε σαν την πρωινή σαμπάνια, για να ξεκινήσει κανείς καλά.
Παρέθεσα ένα ανοιχτό γεύμα, στο οποίο ήταν παρών ο Αμερικανός πληρεξούσιος πρέσβυς. Ο εκπρόσωπός μας έπινε ουίσκι με σόδα σε όλα τα γεύματά του, αποκλείοντας όλα τα άλλα ποτά. Αυτό, είπε, ήταν το πιο υγιεινό και ασφαλές ποτό, όπως τον είχε διαβεβαιώσει εκείνος ο σοφός και έμπειρος διπλωμάτης, ο Βρετανός συνάδελφός του.
Ο Κρέιν, που καθόταν δίπλα στον Αμερικανό πληρεξούσιο πρέσβυ, άπλωσε το χέρι του, πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι και γέμισε ένα νεροπότηρο, το οποίο ήπιε. Λίγα λεπτά αργότερα ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι, κοίταξε τον πρέσβυ κατάφατσα και είπε: «Νομίζεις ότι είσαι πολύ σπουδαίος, έτσι δεν είναι;» Τον μαζέψαμε και τον στείλαμε σπίτι του με ένα αμάξι. Ήταν κρίμα, διότι άφησε σπουδαίο όνομα στη λογοτεχνία. Αλλά ποιος ξέρει; Ίσως η ιδιοφυΐα του, όπως του Ντε Κουίνσι και πολλών άλλων, χρειαζόταν αυτού του είδους το κέντρισμα.
Λίγοι μπορούν να απορροφήσουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ χωρίς μοιραία αποτελέσματα. Σχεδόν όλοι οι συνομήλικοί μου, που ήταν εθισμένοι στη χρήση του, έχουν πεθάνει, ενώ σχεδόν όλοι οι εγκρατείς ζουν ακόμη. Υπάρχουν όμως μερικοί άνθρωποι, τους οποίους τίποτε δεν μπορεί να σκοτώσει, εκτός από την πολύ μεγάλη ηλικία.
Ο πιο τρομερός πότης που συνάντησα ποτέ ήταν ο Σερ Τζον Μαχάφι, ο διάσημος Ιρλανδός κληρικός και λόγιος, εύγλωττος υποστηρικτής της σύγχρονης προφοράς των αρχαίων Ελληνικών. Δεν ήταν Αμερικανός, αλλά φαίνεται σωστό να τον αναφέρω εδώ.
Δειπνούσε ένα βράδυ μαζί μου στην Αθήνα και μπροστά του βρισκόταν ένα μπουκάλι σκοτσέζικο ουίσκι, το οποίο είχε παραγγείλει. Όταν μεταφερθήκαμε στο σαλόνι, πήρε το μπουκάλι του μαζί του. Καθίσαμε και μιλούσαμε μέχρι πολύ μετά τα μεσάνυχτα, ή μάλλον αυτός μιλούσε. Αισθανόμουν σαν να άκουγα κάποιον θεό του Ολύμπου-και όντως άκουγα. Ευφράδεια, γνώσεις, ποίηση. Δεν αισθανόμουν κουρασμένος. Ο καθαρός αέρας της κορυφής του βουνού με κρατούσε ξύπνιο.
Γύρω στις τρεις σηκώθηκε να φύγει, αλλά ξανακάθισε με το σχόλιο: «Ω, δεν τελείωσα το μπουκάλι μου». Ήταν περίπου 4 π.μ. όταν τελικά έφυγε, αφήνοντας το μπουκάλι του άδειο, από το οποίο δεν ήπια ούτε γουλιά, καθώς δεν μου αρέσει το σκοτς.
Ζήτησε συγγνώμη που έφευγε βιαστικά, διότι είχε συνάντηση με φίλους του για να ανεβεί στην Ακρόπολη και να δει την ανατολή του ήλιου. Το έκανε, όπως με πληροφόρησε κάποιος από την παρέα, και ήταν στον δρόμο όλη τη μέρα, γεμάτος ζωντάνια. Μόνο ένας ήρωας μπορεί να τελειώσει ένα λίτρο2 σκοτσέζικο ουίσκι στις 4 τα χαράματα και να σκαρφαλώσει το ίδιο πρωί ένα βουνό, για να δει την ανατολή του ήλιου.
Από όλους τους Αμερικάνους που συνάντησα στην Αθήνα κατά την παρατεταμένη διαμονή μου εκεί, αυτός που θα έλεγα ότι ωφελήθηκε περισσότερο από την Ελλάδα και που πήρε μαζί του τα περισσότερα προς όφελος όλου του κόσμου ήταν η Μάργκαρετ Άνγκλιν, η διάσημη ηθοποιός. Πήγε εκεί για να συλλάβει το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα για τις αξιόλογες παραστάσεις Ελληνικών δραμάτων που έκανε. Όντας βαθιά μελετήτρια και γυναίκα σπάνιας ευφυΐας, πήρε αυτό για το οποίο ήρθε.
Είχα την ευχάριστη εμπειρία να δειπνήσω μαζί της και με τον ευδιάθετο και προικισμένο σύζυγό της Χάουαρντ Χαλ ένα βράδυ, στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου που έβλεπε όλον τον κόλπο του Φαλήρου.
Τον Μάιο του 1927 έτυχε να είμαι στη Νέα Υόρκη τον καιρό που έδινε μια καταπληκτική παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή στο Μετροπόλιταν Όπερα Χάους, το οποίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Την επισκέφθηκα στο διαμέρισμά της και βρήκα τη μεγάλη τραγική ηθοποιό της προηγούμενης νύχτας στη μέση μετακόμισης. Κάπως ατημέλητη και φορώντας φόρμα γυμναστικής, βοηθούσε τον άντρα της και κανά δυο υπηρέτες να ετοιμάσουν μπαούλα και να κατεβάσουν κάδρα. Με χαιρέτησε εγκάρδια και απλά με το ακόλουθο σχόλιο:
«Ο άντρας μου λέει ότι θέλετε να με περιλάβετε σε ένα βιβλίο με πολλές βασίλισσες, αλλά με πετύχατε σε μια στιγμή που δεν δείχνω καθόλου κάτι τέτοιο».
Όταν κάθισε σε έναν καναπέ και άρχισε να μιλά για τους αρχαίους δραματουργούς, και για το πώς, κορίτσι ακόμη, συνειδητοποίησε ότι η ποίηση και το πάθος μέσα τους έπρεπε να συναρπάζουν τα σύγχρονα ακροατήρια όπως έκαναν πριν από 20 αιώνες, αν παρουσιάζονταν σωστά, και το πώς είχε αφιερώσει τη ζωή της στον σκοπό αυτό, αντιλήφθηκα ότι είχα πραγματικά μπροστά μου μια Βασίλισσα της Σκηνής. Οφείλουμε φόρο τιμής σε μια γυναίκα, που έκανε αποστολή της το να προσφέρει στο κοινό κάτι τέτοιο. Και είναι πολύ παρήγορο το να ξέρει κανείς ότι, ακόμη και σ’ αυτές τις μέρες μιας σάπιας και διεφθαρμένης περιόδου, τα έργα του Αισχύλου και του Σοφοκλή, παιγμένα από την Μάργκαρετ Άνγκλιν, μπορούν να γεμίσουν θέατρα μέχρι έξω.
Σχόλια του μεταφραστή
1. Στο κείμενο hawing, honexpected κ.λ.π. για να τονιστεί η λονδρέζικη προφορά.
2. Στο κείμενο quart, δηλαδή ¼ του γαλονιού, το οποίο είναι περίπου ίσο με ένα λίτρο.
Οι Αμερικανοί είναι οι μεγαλύτεροι ταξιδευτές στον κόσμο. Μπορείς να τους βρεις παντού και πάντοτε, ακούραστους, ομιλητικούς, δραστήριους, να κυριαρχούν με την παρουσία τους. Ξεχωρίζουν από τους Άγγλους από τα πιο κατάλληλα ρούχα τους, τη μεγάλη ένταση της φωνής τους, τον διαπεραστικό ένρινο τόνο τους και την απροσεξία με την οποία σκορπίζουν χρήματα γύρω. Κανένας λαός στον κόσμο δεν μιλά τόσο μεγαλόφωνα όσο οι Αμερικάνοι. Είναι πολύ καλοί στις «Ειδικές ξεναγήσεις» και σε μια πόλη σαν την Αθήνα, έναν από τους υποχρεωτικούς σταθμούς του ταξιδιού στη Μεσόγειο, μπορεί να συμβεί επιδρομή ανά πάσα στιγμή.
Πριν αρχίσει η χρήση του αυτοκινήτου στην Εγγύς Ανατολή, μια μακριά σειρά από αμάξια που τριποδίζουν στην οδό Σταδίου ή Κηφισίας, γεμάτα με συμπατριώτες μου, ήταν σίγουρο σημάδι ότι κάποιο ατμόπλοιο έφθασε στο λιμάνι.
Έχουν περάσει ήδη πολλά χρόνια-περισσότερα από όσα θα ήθελα να παραδεχθώ-από τότε που ήμουν πρόξενος στο Ιοστεφές Άστυ. Ίσως οι τρόποι να έχουν αλλάξει με την εποχή του χωρίς άλογα οχήματος, αλλά έχω μια ξεχωριστή νοερή εικόνα από αυτές τις σειρές αμαξιών, ξέχειλων από γεμάτους ζήλο Αμερικάνους, όλους εξοπλισμένους με φωτογραφικές μηχανές, τις οποίες έστρεφαν στον κόσμο δεξιά και αριστερά, φωνάζοντας: «Εκεί είναι ένας ωραίος τύπος», «Βλέπεις εκείνο το γέρικο πουλί; Πρέπει να τον φωτογραφίσω»!
Ένα κοινό όνομα για τους Έλληνες, όπως πρέπει να ήταν στην πραγματικότητα για όλους τους λαούς της ακτής της Μεσογείου, ήταν «Σπαγγέτι» και υπήρχε μια συνεχής φωνητική ομοβροντία από «Έι, Σπαγγέτι!», «Εσύ, Σπαγγέτι, στάσου ένα λεπτό, θέλω να σε φωτογραφίσω!», «Σπαγγέτι, σταμάτα τα άλογα, θέλω να αγοράσω τσιγάρα»!
Αν το όνομα αυτό χρησιμοποιείται ακόμη, ίσως ενδιαφέρει τους συμπατριώτες μου να μάθουν ότι δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο, όπου να έχουν τα σπαγγέτι σε μικρότερη εκτίμηση και να τα μαγειρεύουν χειρότερα, από την Ελλάδα. Στην πραγματικότητα τα ανώτερης κλάσης Ελληνικά εστιατόρια υπερηφανεύονται ότι προσφέρουν ευρωπαϊκά δείπνα, αποτελούμενα από σούπα, ψάρι, πουλερικό με σαλάτα, κρέας και επιδόρπιο.
Υπάρχουν αναρίθμητες μικρές, άγευστες, κακοταϊσμένες γαλοπούλες σε εκείνη τη χώρα, που τις βόσκουν κατά ομάδες στους δρόμους άντρες με καλάμια ψαρέματος και τις πουλούν πόρτα-πόρτα. Αυτοί προμηθεύουν την αναπόφευκτη dindon salade (σαλάτα κούρκου) των εστιατορίων που τροφοδοτούν τους τουρίστες.
«Έχω βαρεθεί τόσο πολύ τη σαλάτα ντινγκ ντονγκ», μου είπε κάποτε μια κοπέλα από το Σικάγο. Αυτή η λαμπρή και πραγματικά έξυπνη νέα προερχόταν από αρκετούς χειμώνες ανοικτών πανεπιστημιακών διαλέξεων. Στην πόλη της είχε τρέξει εδώ και εκεί με τραμ, είχε ριχτεί στα βιβλία και είχε γεμίσει το μυαλό της με μια τεράστια ποσότητα αναφομοίωτης παραπληροφόρησης, για κάθε είδους θέμα ταυτοχρόνως. Ήταν τώρα «στο εξωτερικό», συμπληρώνοντας τη μόρφωσή της και ετοιμάζοντας ομιλίες για τις λιγότερο τυχερές κυρίες της λέσχης της.
Αν και κατοικούν μια τεράστια ήπειρο, οι Αμερικάνοι είναι στενόμυαλοι. Πηγαίνουν στο εξωτερικό παραγεμισμένοι με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, την ιστορία του Μπάνκερ Χιλ1, κ.λ.π.-όλα καλά πράγματα με τον τρόπο τους, αποπνέοντας αρκετά ένα αίσθημα ανωτερότητας και περιφρόνησης για όλους τους άλλους λαούς. Δεν σκέφτονται ότι άλλα έθνη έχουν τις δικές τους παραδόσεις και πεπρωμένα και φυλετική υπερηφάνεια- την τελευταία συχνά τελείως δικαιολογημένη.
Οι πιο φλύαροι, θορυβώδεις, σαρωτικοί και μανιωδώς πατριώτες Αμερικάνοι, που ταξιδεύουν στο εξωτερικό, είναι οι ομάδες νεαρών κυριών, προσωπικά καθοδηγούμενες από ηλικιακά ώριμες κυρίες.
Μια τέτοια παρέα ενέσκηψε μια μέρα σε ένα εστιατόριο, που βρισκόταν ψηλά στον Βεζούβιο, στο σημείο που τελειώνει ο εναέριος σιδηρόδρομος και αρχίζει η αναρρίχηση. Ήταν όμορφα, δυνατά, αθλητικά πλάσματα, με επικεφαλής ένα είδος καπετάνισσας, που προφανώς επιλέχθηκε όπως οι βασιλιάδες τα αρχαία χρόνια, για την υπεροχή της σε ανάστημα και τη φυσική της γενναιότητα, η οποία κουβαλούσε μια τεράστια αμερικάνικη σημαία σε ένα κοντάρι με ατσάλινη μύτη. Προχώρησε ίσια στο ταμείο και κάρφωσε το κοντάρι της στο ξύλινο πάτωμα.
«Εμπρός κορίτσια», φώναξε, «θα δείξουμε σ’ αυτούς τους παλιοϊταλούς2 μια σημαία που είναι σημαία».
Δεν έχω δει πιο στενοχωρημένο και νευρικό άτομο από την μεσόκοπη κυρία που συνόδευε αυτήν την παρέα. Έπεσα επάνω τους ξανά στον κρατήρα, όπου προσπαθούσα να βγάλω μερικές φωτογραφίες του ηφαιστείου-στην πραγματικότητα έβγαλα δυο-τρεις, που άξιζαν τον κόπο.
«Εδώ είναι πάλι ένας από αυτούς τους τύπους που μας ακολουθούν με φωτογραφικές μηχανές», τσίριξε μια από τις νεαρές κοπέλες, «πόσο θα ήθελα να μπορούσαμε να απαλλαγούμε από αυτούς!».
Μια συνηθισμένη έκφραση των συμπατριωτών μας, όταν κάνουν αγορές και τους λένε την τιμή σε φράγκα, λίρες, δραχμές ή κάτι άλλο, είναι: «Πόσο κοστίζει σε πραγματικά λεφτά;» Αυτό δεν είναι καθόλου κατευναστικό ή ευγενικό για τους φτωχοδιάβολους, που βγάζουν τους μισθούς ή τα κέρδη τους σε υποτιμημένα νομίσματα. Αν είναι έξυπνοι-και συνήθως είναι-φουσκώνουν την τιμή.
Λίγοι Αμερικάνοι μιλούν άλλη γλώσσα εκτός από τη δική τους, και θεωρούν δεδομένο ότι κανείς ξένος δεν την καταλαβαίνει. Αυτό τους ενθαρρύνει να εκφράζουν δημόσια και μεγαλόφωνα τις γνώμες τους για την κατωτερότητα των «Παλιοϊταλών», των «Σπαγγέτι» ή των «Ολλανδών». Όμως η άγνοια της αγγλικής υποτίθεται ότι συνδέεται, με κάποιον μυστήριο τρόπο, με μια εθνική επιδημία κουφαμάρας, που πρέπει να την ξεπεράσει κανείς φωνάζοντας.
Καθόμουν μια μέρα κάτω από τις πιπεριές μπροστά από το Καφέ Γιαννάκη, στην Αθήνα, όταν μια μητέρα, περιστοιχισμένη από δύο ελκυστικές κόρες, με πλησίασε. Η μητέρα μιλούσε και είπε: «Δοκίμασα τα γαλλικά μου, δοκίμασα τα γερμανικά μου, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν καμμία γνωστή γλώσσα». Σταμάτησαν μπροστά μου και με παρατήρησαν για λίγο.
«Νομίζω ότι θα τον δοκιμάσω», αποφάσισε η κυρία. «Δείχνει ότι μπορεί να έχει μια ακτίνα εξυπνάδας».
«Ναι, μαμά, δοκίμασέ τον», την παρακίνησε η μια από τις κόρες. «Ίσως να μην είναι τελείως βλάκας».
«Σε ποια γλώσσα να τον δοκιμάσω;» είπε συλλογισμένα η κυρία, στην οποία απευθύνθηκε το «μαμά». «Νομίζω ότι θα αρχίσω με τα γαλλικά μου».
Με ρώτησε λοιπόν σε κάτι αλαμπουρνέζικα, που υπέθετε ότι είναι η γλώσσα των Παρισίων, για το πού μπορεί να βρει τον σταθμό του ατμοκίνητου σιδηροδρόμου για το Φάληρο. Σηκώθηκα, έκανα την πιο ευγενική3 μου υπόκλιση και εξήγησα στα αγγλικά: «Το τραίνο σταματά ακριβώς εκειπέρα, κυρία, μπροστά στο βασιλικό ανάκτορο. Αν μου το επιτρέπετε, θα σας συνοδεύσω ως εκεί».
Τα κορίτσια κατέρρευσαν με μια τσιρίδα στα χέρια της μητέρας τους, δεξιά και αριστερά, αλλά αυτή τα στριφογύρισε αποφασιστικά και τα ανάγκασε να βαδίσουν χωρίς άλλες διαπραγματεύσεις. Τις γνώρισα καλά αργότερα και τις βρήκα πολύ ευχάριστες. Φαίνεται ότι ταξίδευαν μαζί, και η μητέρα, λόγω των υποτιθέμενων γλωσσικών προσόντων της, είχε αναλάβει τον ρόλο του ξεναγού. Διασκέδαζαν, εν πολλοίς χάρις στην έντονη αίσθηση του χιούμορ και τη διαρκή εύθυμη διάθεσή τους.
«Θυμάσαι μαμά εκείνη τη φορά», υπενθύμισε μια από τις κόρες, «όταν όρμησες προς εκείνον τον άντρα και τον άρπαξες στα γερμανικά; Τον κοίταξες ίσια στα μάτια για ένα λεπτό περίπου, σοκαρισμένη, έγινες κατακόκκινη και ξεφούρνισες: Ja (ναι). Ήταν η μόνη λέξη που μπορούσες να πεις».
«Τι να γίνει, ήταν η μόνη γερμανική λέξη που μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, για να σώσω τη ζωή μου. Αν εσείς οι δυό ανόητες μαϊμούδες δεν τσιρίζατε τόσο από τα γέλια, θα ήμουν σε θέση να συνεχίσω σε ένα λεπτό».
Φαίνεται από τα παραπάνω ότι δεν ανήκουν όλοι οι Αμερικανοί ταξιδιώτες στην απαράδεκτη και ακαταμάχητη κατηγορία.
Μια μέρα μια όμορφη και ευχάριστη ηλικιωμένη κυρία ήρθε στο γραφείο μου. Ήταν Κουέικερ4 από την Φιλαδέλφεια και φορούσε σκουφάκι των Κουέικερ. Αν και είχε περάσει τα εξήντα, ήταν παχουλή στο πρόσωπο και στο σώμα, με τέλεια, ίσια δόντια και μια από τις πιο θαυμάσιες, μεταξένιες επιδερμίδες που έχω δει ποτέ. Ήταν η χήρα, προσφάτως χήρα, ενός διάσημου Αμερικανού εφευρέτη και επιστήμονα, εκδότη ενός μεγάλου επιστημονικού περιοδικού.
«Λοιπόν!», αναφώνησε, πέφτοντας σε μια καρέκλα. «Επιτέλους βρίσκομαι εδώ, στη γη του Περικλή και της Ασπασίας. Από τότε που ήμουν μαθήτρια και μάθαινα γι’ αυτούς, ονειρευόμουν να έρθω εδώ. Ο άνδρας μου ουδέποτε θα μπορούσε να έρθει, αλλά μόλις πέθανε ο καημένος, και ήμουν ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω, ξεκίνησα αμέσως. Πήρα το πρώτο πλοίο. Και τώρα, κύριε πρόξενε, πείτε μου που μπορώ να αγοράσω αυθεντικές φωτογραφίες του Περικλή και της Ασπασίας!».
Έφυγε και δεν την ξαναείδα, αλλά την έχω σκεφτεί πολλές φορές από τότε. Όποτε βλέπω στην εφημερίδα ιστορίες για νεαρούς που παντρεύονται ηλικιωμένες γυναίκες, μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα του γλυκού, αξιαγάπητου προσώπου της, και καταλαβαίνω πώς είναι δυνατά τέτοια πράγματα. Ήταν επίσης αυτή που με ρώτησε σε ποια εκκλησία κάνει κήρυγμα ο Αμερικανός minister (πάστορας) και ατυχώς ήμουν υποχρεωμένος να την πληροφορήσω ότι ήταν άλλου είδους minister (δηλαδή πληρεξούσιος πρέσβυς).
Δεν θέλω να δημιουργήσω την εντύπωση ότι όλοι οι Αμερικάνοι που ταξιδεύουν είναι αλλόκοτοι. Η πλειονότητα των εκατομμυρίων που περιπλανώνται στην υφήλιο και αφήνουν τεράστια χρηματικά ποσά σκορπισμένα απλόχερα, πορεύονται τον δρόμο τους περισσότερο ή λιγότερο φυσιολογικά, δημιουργώντας τη γενική εντύπωση ότι όλοι οι κάτοικοι των Ηνωμένων Πολιτειών είναι εκατομμυριούχοι και πρέπει να χρεώνονται διπλά. Οι ιδιόρρυθμοι δημιουργούν την πιο μόνιμη εντύπωση.
Καθόμουν μια μέρα στη βιβλιοθήκη μου στον δεύτερο όροφο του Προξενείου στην οδό Κουμπάρη, όταν άκουσα από κάτω ένα διπλό βαρύ χτύπημα στο πάτωμα της σάλας και μια φωνή γεμάτη αγωνία να κραυγάζει: «Είναι εδώ η γυναίκα μου;»
Κατέβηκα στο ισόγειο και είδα έναν μικρόσωμο φαλακρό άντρα, που κρατούσε το καπέλο του και γυάλιζε το κρανίο του με το μαντήλι του. Δύο μεγάλες βαλίτσες ήταν ακουμπισμένες στο πάτωμα, μία από κάθε μεριά του.
«Θέλω τη γυναίκα μου», είπε άγρια.
Μη ξέροντας ούτε το όνομά του, δεν γνώριζα τίποτε ούτε για τη γυναίκα του. Τον διαβεβαίωσα ότι ούτε η δική του σύζυγος, ούτε κανενός άλλου, βρισκόταν κάτω από τη στέγη μου.
«Έχασα τη γυναίκα μου», βόγκησε και, αρπάζοντας τις βαλίτσες του, όρμησε έξω από το σπίτι.
Σάστισα τελείως, και μόνο πολλά χρόνια αργότερα, αφού είχα μετατεθεί στη Σμύρνη, έμαθα τη συνέχεια της ιστορίας. Φαίνεται ότι ήταν ένας φημισμένος επιστήμονας και χημικός, που είχε μόλις δημοσιεύσει ένα μυθιστόρημα, το οποίο είχε μεγάλη επιτυχία. Κάποιος με τόσα πολλά στο μυαλό του, δεν πρέπει να φεύγει ποτέ από το σπίτι του. Το ζευγάρι επισκεπτόταν τη Σμύρνη και είχε αγοράσει εισιτήρια για την Αλεξάνδρεια. Η σύζυγος επιβιβάσθηκε στο σωστό πλοίο, αλλά ο σύζυγος χασομέρησε μέχρι την τελευταία στιγμή και μετά όρμησε σε ένα ατμόπλοιο, με προορισμό τον Πειραιά. Όταν ξαφνικά το υπεραπασχολημένο μυαλό του αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να πλέει προς Αίγυπτο και όχι προς Ελλάδα, τηλεγράφησε στη γυναίκα του ότι βρισκόταν στην Αθήνα και πήδησε σε ένα αιγυπτιακό5 πλοίο για Αλεξάνδρεια. Η κυρία, παίρνοντας το τηλεγράφημα, ξεκίνησε βιαστικά για την Αθήνα, και πρέπει να διασταυρώθηκαν κάπου στη Μεσόγειο. Οι επόμενες κινήσεις τους δεν είναι γνωστές, αλλά υποθέτω ότι τελικά ξαναβρέθηκαν και από τότε έζησαν μαζί καλά και εμείς καλύτερα.
Οι Ντάνκαν, η Ισιδώρα και ο αδελφός της, ήταν πολύ γνωστοί στην Αθήνα, αν και εγώ γνώρισα πιο πολύ τον αδελφό, παρά τη διάσημη αδελφή του. Είχαν γνήσια εμπνευστεί από αγάπη για την αρχαία ελληνική ομορφιά, τη ζωή και τα έθιμα. Ο Ντάνκαν υιοθέτησε αρχαία ελληνική περιβολή, αγόρασε ένα κοπάδι γίδες και έναν αυλό βοσκού και πήρε τα βουνά. Παντρεύτηκε μια όμορφη και έξυπνη χωριατοπούλα και άρχισε να κτίζει με τα χέρια του ένα πέτρινο σπίτι στην πλαγιά του Υμηττού.
Είδα εκεί τη γυναίκα του ένα απόγευμα. Προσπαθούσε να ζήσει στο σπίτι, αν και ο σύγχρονος Τίτυρός6 της δεν είχε ακόμη βάλει σκεπή. Πιστεύω ότι το υπέμεινε για ένα μέρος του χειμώνα.
Οι Ντάνκαν απέκτησαν μερικούς μαθητές, που υιοθέτησαν την αρχαία περιβολή και πίστευαν ότι ζούσαν στις μέρες του Περικλή. Ήλπιζαν να προσηλυτίσουν τους γηγενείς και να ξαναφέρουν τις μεγάλες, όμορφες παλιές μέρες, αλλά δεν είχαν επιτυχία με τους χωρικούς. Μία από τις μαθήτριές τους ήταν μια πλούσια κοπέλα της καλής κοινωνίας, πολύ γνωστή στους εκλεκτούς κύκλους της Νέας Υόρκης και του Nιούπορτ. Αυτή η γοητευτική νέα γυναίκα ήρθε ένα πρωί στο γραφείο μου, φορώντας λευκό χιτώνα, σανδάλια στα γυμνά της πόδια και μια ταινία γύρω από το μέτωπό της. Τα πλούσια μαλλιά της ήταν δεμένα με αρχαιοελληνικό τρόπο7.
Κάθισε κοντά μου και μου ανήγγειλε με στεγνό τόνο: «Μόλις απέκτησα μωρό».
«Για τ’ όνομα του Θεού», φώναξα ειλικρινά τρομαγμένος, και σηκώθηκα όρθιος.
«Εννοώ πριν από έναν μήνα περίπου», εξήγησε.
«Ω», είπα με σβησμένη φωνή και ξανακάθισα στην καρέκλα μου.
«Το γεγονός είναι», συνέχισε, «ότι παντρεύτηκα έναν αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο, και, επειδή έχω αξιόλογη περιουσία, θα ήθελα να μάθω τι δικαιώματα πάνω στα χρήματά μου δίνει στον άντρα μου το γεγονός ότι έχουμε παιδί».
Μου έκανε δώρο ένα πολύ ακριβό βιβλίο, τυπωμένο σε περγαμηνή και δεμένο με λευκό δέρμα: τα ποιήματα του άντρα της, σε δική της έκδοση. Αυτός ο τόμος κάηκε μαζί με την υπόλοιπη βιβλιοθήκη μου από τους Τούρκους στη Σμύρνη, και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό. Ήταν όμορφος, από φυσική άποψη, και μια σπουδαία πνευματική πηγή. Όποτε βαριόμουν, έπαιρνα αυτόν τον τόμο, διάβαζα μερικά από τα ποιήματα και αναρωτιόμουν τι σήμαιναν. Της είπα ειλικρινά μια μέρα, ότι δεν μπορούσα να καταλάβω τα ποιήματα του άντρα της, και μου απάντησε μυστηριωδώς: «Όχι, δεν θα μπορούσατε. Δεν είστε από τους μυημένους».
Αυτά τα πραγματικά περιστατικά, είναι, από την ίδια τη φύση τους, λίγο-πολύ ασύνδετα, και καταγράφονται όπως μου έρχονται στη μνήμη.
Μια από τις πιο εκνευριστικές, ήσσονος σημασίας καταστάσεις, που κλήθηκα να αντιμετωπίσω, προκλήθηκε από την αγορά ενός μικρού σκύλου στη Μάλτα, από ένα μέλος μιας ομαδικής εκδρομής. Φαίνεται ότι το ζώο κλαψούριζε όλο το βράδυ και δεν άφηνε τα μισά περίπου μέλη της αποστολής να κοιμηθούν. Από την άλλη μεριά, το θαύμαζαν πολύ οι φίλοι και υποστηρικτές της κυρίας που το είχε αγοράσει και το είχε στην κατοχή της. Οι δύο φατρίες μπήκαν ένα πρωί στο γραφείο μου και απαίτησαν να διευθετήσω το θέμα.
Η μια ομάδα είχε επικεφαλής τη γυναίκα, που κρατούσε σφιχτά το ζώο της, η άλλη έναν οργισμένο απλό άνθρωπο.
«Απαιτώ κύριε να μην πάρουμε μαζί μας αυτό το ζώο ή να μας επιστρέψετε τα ναύλα μας για το υπόλοιπο του ταξιδιού», είπε ο άντρας.
«Δεν υπήρχε τίποτε στη συμφωνία που να με εμποδίζει να αγοράσω το σκυλί», απάντησε βλοσυρά η ιδιοκτήτριά του, «και έχω σκοπό να το κρατήσω».
Όταν εξήγησα ότι ήμουν αναρμόδιος να διευθετήσω την αντιδικία, ότι δεν υπήρχαν διατάξεις στους κανονισμούς των προξενείων για μια τέτοια περίπτωση, η αντίθετη στο σκυλί ομάδα εξέφρασε τη γνώμη της για μένα και για το διπλωματικό σώμα γενικά, χωρίς να μασάει τα λόγια της. Όλη η ομήγυρη ήταν έξαλλη. Δυσκολεύτηκα πολύ να απαλλαγώ από αυτούς, αλλά στο τέλος έφυγαν, η γυναίκα αγκαλιάζοντας σφιχτά τον σκύλο της και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης απειλώντας να το πετάξει στη θάλασσα και να με θεωρήσει προσωπικά υπεύθυνο για τυχόν ζημίες.
Αυτό το περιστατικό με το σκυλί θυμίζει φυσικά ένα επεισόδιο που αφορούσε μια γάτα, το οποίο μου διηγήθηκε ένας συνάδελφος. Ένας εξαίρετος νεαρός κύριος τον επισκέφθηκε μια μέρα και είπε:
«Κύριε, ανυπομονώ να εξακριβώσω τον δασμό για νεκρές γάτες. Ελπίζω ότι δεν είναι πολύ υψηλός».
«Νεκρές γάτες!» αναφώνησε ο πρόξενος, «δεν άκουσα ποτέ να εξάγει ή να εισάγει κάποιος κάτι τέτοιο».
«Θα μπορούσατε να ψάξετε το θέμα και να βεβαιωθείτε! Είμαι σίγουρος ότι θα μου συμπαρασταθείτε στη δυσάρεστη κατάστασή μου και θα κάνετε ό,τι μπορείτε για να με βοηθήσετε. Αγόρασα μια όμορφη γάτα και συνδέθηκα πολύ μαζί της. Πέθανε και επιθυμώ να βαλσαμωθεί η σορός της και να σταλεί στην πατρίδα».
Δεν ξέρω αν η σορός αυτής της όμορφης γάτας αναπαύεται σε αμερικανικό έδαφος, και αυτό μου θυμίζει ότι είμαι εξίσου αβέβαιος για το τελικό πεπρωμένο ενός απερίγραπτου αδέσποτου σκυλιού, το οποίο αγόρασε μια γνωστή και πλούσια κυρία από την Ουάσιγκτον.
Πήγαινα με το αμάξι μαζί της στην οδό Σταδίου στην Αθήνα, όταν αναφώνησε ξαφνικά: «Ω, τι όμορφό σκυλί! Οδηγέ σταμάτα!»
Ένας κουρελιάρης διαβολάκος με έξυπνα μάτια στεκόταν στην άκρη του δρόμου και ένα συμπαθητικό κουτάβι, απείρως ανακατεμένης ράτσας, καθόταν ανάμεσα στα πόδια του.
«Ρώτα το αγόρι πόσα θέλει για το κουτάβι του», μου είπε η συνοδός μου.
Ο διαβολάκος έριξε μια ματιά προς τα κάτω, πήρε το κουτάβι και ήρθε στο αμάξι κρατώντας το. «Εκατό δραχμές», είπε απαιτητικά.
Τα χρήματα πληρώθηκαν αμέσως και συνεχίσαμε το δρόμο μας.
«Λυπήθηκα πολύ που στέρησα το σκυλί από αυτόν τον καημένο μικρούλη», μουρμούρισε η καλόκαρδη κάτοχος εκατομμυρίων. «Πιθανόν ο χωρισμός από αυτό να του ράγισε την καρδιά. Ίσως δεν έχει πατέρα και μητέρα και αυτό είναι ο μόνος φίλος του».
Συνάντησα το αγόρι αυτό μιά-δυό μέρες μετά. Στην πραγματικότητα γνώριζα πολύ καλά αυτόν τον έξυπνο μικρό κατεργάρη, διότι είχε βάψει συχνά τα παπούτσια μου.
«Σου λείπει πολύ ο σκύλος σου;» τον ρώτησα.
«Δεν ήταν ο σκύλος μου», απάντησε, «δεν ήξερα ότι ήταν εκεί μέχρι που μου τον έδειξες».
Εκατό δραχμές ήταν είκοσι δολάρια εκείνη την εποχή. Δεν πιστεύω ότι εκείνο το αγόρι θα καταλήξει στη φυλακή. Πιθανόν θα γίνει εκατομμυριούχος. Έχει την ενστικτώδη ικανότητα για υψηλά οικονομικά, του τύπου που δεν χάνει ευκαιρία να βγάλει λεφτά με ανέντιμο τρόπο, χωρίς κίνδυνο να πέσει στις δαγκάνες του νόμου.
Ο Αμερικανός τουρίστας όταν μπαίνει σε ένα αμάξι ή ένα αυτοκίνητο για να δει μια πόλη όπως η Αθήνα, το Παρίσι ή η Ρώμη μέσα στις προγραμματισμένες μία ή δύο μέρες, είναι φυσικό να οδηγεί γρήγορα. Βλέπει τα αξιοθέατα με τον ίδιο τρόπο που κάνει τη δουλειά του-είκοσι λεπτά διάλειμμα για φαγητό. Η αδυναμία των ομαδικών εκδρομών είναι ότι διατίθενται μία με δύο μέρες για σκοπούς, οι οποίοι, για να εκπληρωθούν σωστά, χρειάζονται από ένα ως είκοσι χρόνια.
Όταν σκέφτομαι αυτούς τους γεμάτους ενέργεια, βιαστικούς τουρίστες, το μυαλό μου πάντα γυρίζει σε έναν επιχειρηματία από τη Νέα Υόρκη, που μια μέρα ανέβαινε με αμάξι την οδό Κηφισίας, την ώρα που έκανα περίπατο. Ήταν πάνω σε ένα μόνιππο, περιστοιχισμένος από μια σωματώδη κόρη και από μία ακόμη πιο σωματώδη γυναίκα, με τέτοιο τρόπο που ο ίδιος κρεμόταν στην άκρη του καθίσματος, με τα γόνατά του να προεξέχουν προς τα αυτιά του.
Είχα μόλις επιστρέψει από διακοπές στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχα αγοράσει μια εφεύρεση, τότε πρόσφατη, για τα ματογυάλια: ένα από εκείνα τα στρογγυλά, επίπεδα καρούλια, που έχουν μια μακριά λεπτή αλυσίδα, στο άκρο της οποίας στερεώνονται τα γυαλιά. Τα τραβάς έξω όταν χρειάζεται, και τα βάζεις στη μύτη σου. Όταν παύεις να τα χρειάζεσαι, τραβάς την αλυσίδα μέσα στο καρούλι και τα αφήνεις να κρέμονται από το πέτο του επανωφοριού σου.
Μόλις το αμάξι πέρασε το σημείο όπου στεκόμουν, ο άρρην επιβάτης φώναξε στον αμαξά: «στάσου, Σπαγγέτι!» και τον πασπάτεψε στην πλάτη με το μπαστούνι του. Ο αμαξάς υποχρέωσε το άτι του να σταματήσει απότομα. Ο Νεοϋορκέζος πήδησε κάτω και έτρεξε προς το μέρος μου.
«Που βρήκες αυτό το ντινγκφλούκους;» ρώτησε επιτακτικά.
«Ντινγκφλούκους;» επανέλαβα, μπερδεμένος από την ξαφνική έφοδο.
«Ναι, ναι. Έχασα το δικό μου και θέλω να αγοράσω άλλο».
«Μα τι είναι αυτό;» ρώτησα.
«Αυτή η σβούρα, αυτό το πραγματάκι, αυτό το ντουφλίκερ».
«Μα για ποιο πράγμα μιλάτε, επιτέλους;» επέμεινα.
«Μα, αυτό το πώς το λεν, από το οποίο κρεμάς τα γυαλιά σου».
«Α, αυτό!» απάντησα, «το αγόρασα στην Νέα Υόρκη!»
«Που να πάρει!», γρύλισε, «εκεί μπορώ να αγοράσω κι εγώ!» και έτρεξε πίσω και αναρριχήθηκε στο αμάξι του.
Ένας από τους πιο πετυχημένους επιχειρηματίες που έβγαλε η Αμερική γυρνούσε τον κόσμο με αυτοκίνητο, «βλέποντας» τα πάντα με 35 ως 60 μίλια την ώρα. Αυτό συνέβαινε τα πρώτα χρόνια του αυτοκινήτου, όταν τα θεμέλια της περιουσίας του μόλις είχαν τεθεί. Πίστευε πολύ στο μέλλον των αυτοκινήτων, στο οποίο είχε μεγάλο συμφέρον, και σκέφτηκε ότι ένας γύρος του κόσμου, με κατάλληλη διαφήμιση, θα βοηθούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στο να αποκτήσει ο κόσμος εμπιστοσύνη σε αυτό το μεταφορικό μέσο. Κατάλαβα την οπτική του γωνία, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα.
Με κάλεσε να πάω με το αυτοκίνητο, μαζί του και με τη γυναίκα του, ως τον Τύμβο του Μαραθώνα. Δέχτηκα ευχαρίστως και μια μηχανή, που έδειχνε πολύ γερή, σταμάτησε μπροστά στην πόρτα μου. Ένα πρακτικό αυτοκίνητο, που είχε εκείνη την όψη του σκονισμένου και μεταχειρισμένου, που υποδηλώνει μάλλον την αντοχή και την καταλληλότητα του βετεράνου στρατιώτη, παρά τα αποτελέσματα εξασθένησης λόγω φθοράς από τη χρήση.
Ανέβηκα δίπλα του. Η γυναίκα του καθόταν στο πίσω κάθισμα. Σε λιγότερο χρόνο απ’ όσον χρειάζεται για να το πει κανείς, ήμασταν στην οδό Κηφισίας και πηγαίναμε προς τον Μαραθώνα.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν από τους πρωτοπόρους στη χρήση του αυτοκινήτου. Χειριζόταν τη μηχανή του, όπως ο Άραβας το άτι του. Ήταν κομμάτι της. Έδειχνε σαν να ήταν ζωντανή και να υπάκουγε διαισθητικά στις σκέψεις του. Έκανε ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα σε στύλους για τον τηλέγραφο και το τραμ, λεωφορεία, πεζούς που το ’βαζαν στα πόδια, καρότσια με κρασί, σαν μύγα ανάμεσα στις σταγόνες της βροχής.
Ολόκληρη η οδός Κηφισίας κουλουριάστηκε και εξαφανίστηκε πίσω μας, σαν αναμμένο στριμμένο χαρτί, και αρχίσαμε να αιωρούμαστε πάνω στους μακρείς κυματισμούς του αγροτικού δρόμου, όπως ένα πλοίο πετάει από τη μια κορυφή κύματος στην άλλη.
Ο φίλος μου είχε καρφωμένα τα μάτια του στο ταχύμετρο και μουρμούριζε συνέχεια:
«Τώρα πάμε με 25 μίλια, τώρα πάμε με 35 μίλια, τώρα πάμε με 40 μίλια, τώρα πάμε με 50 μίλια».
Μετά από λίγο φθάσαμε σε έναν στενό δρόμο, που διασχίζει, με πολλές στροφές και γυρίσματα, ένα δάσος από κατσιασμένα πεύκα. Ήταν αδύνατο να δεις παραπάνω από 5 δευτερόλεπτα μπροστά και ανέμενα με βεβαιότητα ότι θα τσακιστούμε στο κάρο κάποιου χωρικού σε κάθε επόμενη στροφή. Αυτό δεν συνέβη, αν και σε μιά-δυο περιπτώσεις πήρε το μάτι μου μουλάρια ζεμένα σε ψηλά, δίτροχα κάρα, να ορμούν σαν τρελά ανάμεσα από τα δέντρα προς τα μακρινά βουνά ή τη θάλασσα, ενώ οι ιδιοκτήτες τους τραβούσαν απελπισμένα τα χαλινάρια.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα έναν μονότονο ήχο πίσω μου. Συνεχιζόταν για κάποια ώρα, αλλά δεν τον είχα προσέξει, διότι η προσοχή μου ήταν στραμμένη αλλού. Ήταν η σύζυγος στην πίσω θέση που έψαλλε: Πιο κοντά Θεέ μου, σε Σένα!
Σε μια περίπτωση εμφανιστήκαμε απροσδόκητα μπροστά σε ένα καραβάνι από χωριάτισσες, καβάλα σε γαϊδούρια. Όλες γλίστρησαν αμέσως στο έδαφος και έπεσαν ανάσκελα. Αρπάζοντας σφιχτά τα καπίστρια γύρω από τους λαιμούς των ζώων, σύρθηκαν πέρα, μέσα στο δάσος.
Και ωστόσο ο ύμνος συνεχιζόταν μονότονα, με την επωδό του: «Τώρα πάμε με 30 μίλια, τώρα πάμε με 40 μίλια».
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής συνέβη κάτι παράδοξο-κάτι με γεύση από τον όνο του Βαλαάμ ή από το «Όνειρο θερινής νυκτός». Συναντήσαμε έναν γάιδαρο, δεμένο σε ένα πεύκο. Καθώς πηδούσαμε προς το μέρος του, πετάχτηκε ως την άκρη του σκοινιού του, το οποίο τέντωνε με μανία, βελάζοντας ακριβώς όπως ένα τρομαγμένο πρόβατο. Αν μιλούσε, δεν θα μου προκαλούσε μεγαλύτερη έκπληξη. Και θέλω να σημειώσω εδώ, για τους δύσπιστους, ότι ένα γαϊδούρι, όταν τρομάξει αρκετά, μπορεί να βελάζει. Τουλάχιστον το συγκεκριμένο μπορούσε. Μπορεί ακόμη να αναπτύξει απίστευτη δύναμη και ταχύτητα, διότι το υπ’ όψιν γαϊδούρι έσπασε ένα χοντρό σκοινί και, την τελευταία φορά που το είδα, έτρεχε σαν ελάφι.
Διανύσαμε την απόσταση των είκοσι δύο μιλίων ως τον Μαραθώνα σε 40 λεπτά, δηλαδή με 35 μίλια την ώρα, που ήταν παγκόσμιο ρεκόρ για εκείνη την εποχή. Όταν εμφανίσθηκε ο Τύμβος τον έδειξα στον οικοδεσπότη μου, ο οποίος σχολίασε: «Φθάσαμε, ε;» έρριξε ένα βλέμμα στο ρολόι του και άρχισε να κάνει στροφή.
«Μα δεν θα δεις τον Τύμβο;» ρώτησα.
«Μπορώ να τον δω από εδώ», μου απάντησε, συνεχίζοντας να κάνει στροφή. «Θέλω να κάνω ένα ρεκόρ: τον πιο σύντομο χρόνο μέχρι τον Μαραθώνα και πίσω».
Αλλά εγώ ήθελα πάρα πολύ να επισκεφθώ τον Σωρό, στον οποίο δεν είχα κάνει προσκύνημα για αρκετά χρόνια.
«Μα αυτό είναι ένα από τα πιο φημισμένα μέρη στην ιστορία», φώναξα απελπισμένα, «ένα από τα πιο ιερά. Είναι πιο σπουδαίο από τις Πυραμίδες της Αιγύπτου. Αν πρέπει να επιστρέψεις βιαστικά, άσε με να κατέβω και θα γυρίσω με τα πόδια».
«Είναι γνωστό γενικά;», ρώτησε. «Το έχουν βγάλει πολλές φωτογραφίες;»
«Μετά τον Τάφο του Χριστού, δεν υπάρχει μνημείο πιο γνωστό από αυτό», είπα θερμά.
«Αξίζει να το φωτογραφίσω με το αυτοκίνητο;» ρώτησε και, παίρνοντας καταφατική απάντηση, οδήγησε μέχρι τον Τύμβο, πισωπάτησε προς την αντίθετη κατεύθυνση και τράβηξε την φωτογραφία.
Ήταν ίσως το πιο ειλικρινές και εγκάρδιο τεκμήριο εκτίμησης, που έλαβαν οι ήρωες, οι οποίοι πέθαναν για να σώσουν την Ευρώπη και να καταστήσουν δυνατή την ύπαρξη του αυτοκινήτου και της εποχής του, κατά τη διάρκεια των κύκλων του ύπνου τους κάτω από εκείνον τον μικρό λόφο.
Περνώντας αργότερα από το ξενοδοχείο του, διαπίστωσα ότι οι Πυραμίδες, η Αλάμπρα, το Κολοσσαίο, η Σφίγγα, είχαν όλα τιμηθεί με αυτόν τον τρόπο. Μια φωτογραφία είχε τραβηχτεί ακριβώς στο σημείο όπου είχαν κάψει τον Σαβοναρόλα στην Φλωρεντία, με το Παλάτσο Βέκιο στο βάθος, μια άλλη με το μεγαλύτερο μπαμπού της Αφρικής να «κάθεται» στην πίσω θέση. Καθώς έδειχνε κάθε φωτογραφία, παρατηρούσε: «Αυτή βγήκε καλά, έτσι δεν είναι;» ή «Δεν εστίασα καλά σ’ αυτήν εκεί». Γι’ αυτόν η Ακρόπολις ήταν απλώς ένα από τα μέρη της Αθήνας, όπου φωτογράφισε το αυτοκίνητό του. Και όμως, δεν θα μιλούσα γι’ αυτόν με περιφρόνηση. Ήταν το προϊόν, ή μάλλον ο πρωτεργάτης, μιας μεγάλης εποχής της βιομηχανίας και των μηχανών. Δεν θα τον έβαζα στην ίδια κατηγορία με κάποια γυναίκα, την οποία συνάντησα μετά την επιστροφή της από κρουαζιέρα στη Μεσόγειο.
«Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο στην Αθήνα;» τη ρώτησα και μου απάντησε: «Το βούτυρο».
Το βούτυρο!
Βρήκα στο σημειωματάριό μου μια σύντομη περιγραφή ενός περιπάτου που έκανα με τη γυναίκα μου τον Μάιο του 1909, την οποία αντιγράφω χωρίς αλλαγές:
«Πήγα με την Κατερίνα στους Αμπελοκήπους και βρήκα έναν αγρό με παπαρούνες, σε έναν μικρό λόφο. Ο ήλιος μόλις που έδυε πάνω από τον Άγιο Γεώργιο με λαμπρότατη μεγαλοπρέπεια, φωτίζοντας με όλες τις βραδινές αποχρώσεις τα βαριά σύννεφα, που ήταν μαζεμένα εκεί. Σε κάποια απόσταση προς τα αριστερά πρόβαλε η Ακρόπολη, πολύ ευδιάκριτη μέσα σε ένα γκρίζο ασημένιο φως, θαυμάσια διάφανο. Προς την άλλη μεριά, ο Υμηττός έπαιρνε τα βραδινά του χρώματα, ζωηρό βιολετί που σταδιακά ξεθώριαζε σε βυσσινί. Η σελήνη εμφανίστηκε τώρα πίσω από το βουνό και, φαινομενικά ακριβώς την ώρα που έδυε ο ήλιος, πρόβαλε στρογγυλή, γεμάτη και πελώρια πάνω από τον Υμηττό.
«Το βουνό ήταν τώρα σκοτεινό, ασημένιο, αιθέρια γκρίζο. Η Ακρόπολη και τα σπίτια της Αθήνας απέκτησαν μια παράξενη ευκρίνεια μέσα στο ανάμικτο φως της σελήνης που ανέτειλε και του όχι μακρινού ήλιου, που είχε κρυφτεί πίσω από τους λόφους. Μισή ώρα αργότερα το σεληνόφως έπεφτε σαν χιόνι πάνω στην πόλη, νέα και παλιά».
Ένα είδος Αμερικανού ταξιδιώτη, που συχνά έχει φασαρίες με ξένες αρχές και που μικρή βοήθεια πρέπει να παίρνει από τους εκπροσώπους μας, είναι ο βάνδαλος: Ο άνδρας ή η γυναίκα που αποσπά κομματάκια από αρχαία μνημεία και τα παίρνει μαζί του σαν ενθύμια. Αν ο παλιός μου φίλος Χάρολντ Μακ Γκραθ διάβαζε αυτές τις γραμμές, είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνούσε μαζί μου.
Έφτασε με τη γυναίκα του στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1909 και πέρασαν εκεί τρεις μέρες. Ήταν καθ’ οδόν προς Αίγυπτο και από εκεί για το Κολόμπο και έτσι γύριζαν όλον τον κόσμο, ξοδεύοντας μέρος των προσόδων από τις δημοφιλείς ιστορίες του συγγραφέα και μαζεύοντας υλικό για καινούργια διηγήματα.
Η κυρία Μακ Γκραθ μου διηγήθηκε την ιστορία ενός βανδάλου που είχε συναντήσει, ο οποίος ειδικευόταν στα δάχτυλα των ποδιών, τα οποία αποσπούσε από αγάλματα και από τα οποία είχε αποκτήσει τρομερή συλλογή. Καυχιόταν ακόμη για πέντε κεφάλια Βούδα, που είχε κλέψει από έναν μικρό ναό.
Όσο ήμουν στην Αθήνα, ένας Αμερικάνος προκάλεσε ένα δυσάρεστο σκάνδαλο, αποσπώντας ένα κομμάτι από τη Ζωφόρο του Παρθενώνα.
Βέβαια ο αρχηγός όλων των βανδάλων και ο προστάτης άγιός τους ήταν εκείνος ο λόρδος Έλγιν, που άρπαξε από την Ελλάδα μια μεγάλη συλλογή από όμορφα μαρμάρινα αγάλματα, ανάμεσα στα οποία ήταν μια από τις Καρυάτιδες ή Κόρες των Προπυλαίων του Ερεχθείου. Αλλά ο βανδαλισμός, και στην οικονομία και στην αρχαιολογία είναι ευυπόληπτος, μόνο όταν γίνεται σε μεγάλη κλίμακα. Σε κάπως παρόμοια πνευματική κατάσταση είναι και εκείνοι οι τουρίστες που δεν έχουν συναίσθηση της ιερότητας των αρχαίων ναών. Όπως οι περισσότεροι γάιδαροι, είναι παιδιά καθαρής και αβυσσαλέας αμάθειας.
Ο Δόκτωρ Πολ Μπάουερ, επιστήμονας διεθνούς φήμης, που είναι τώρα καθηγητής στο Γέιλ, βρισκόταν το 1909 στην Αθήνα και έκανε ένα ταξίδι στην Κρήτη. Όταν γύρισε μου διηγήθηκε ότι ο ξεναγός στην αρχαία πόλη της Κνωσού του έδειξε τον θρόνο του προϊστορικού βασιλιά Μίνωα και του πρότεινε να καθίσει σ’ αυτόν.
Ο Μπάουερ αρνήθηκε, για λόγους τους οποίους συμμερίζομαι, οπότε ο ξεναγός εξήγησε ότι οι Αμερικάνοι συνήθως γευμάτιζαν στην αίθουσα του θρόνου και έβαζαν κλήρο για το ποιο μέλος της ομάδας θα καθίσει στον θρόνο σε αυτές τις εορταστικές περιπτώσεις.
Ο γέρο-Μίνωας, αυτή η μεγαλοπρεπής και ιερή προσωπικότητα, ο ιερέας-βασιλιάς και νομοθέτης, φαίνεται ότι ήταν πιο ευγενικός χαρακτήρας από τον Τουταγχαμών και τους βλοσυρούς βασιλιάδες των Μυκηνών. Δεν άφησε κατάρα στις μακρινές γενιές, που δεν θα σέβονταν τη μνήμη του.
Ο Αμερικάνος που διαμένει σε ξένα μέρη αρκετό διάστημα, ώστε να δημιουργήσει κοινωνικές επαφές και να προσκληθεί σε δείπνα, σε τσάι και σε λέσχες, γρήγορα ανακαλύπτει ότι επικρατεί ένα είδος συζητήσεων με το οποίο δεν είναι εξοικειωμένος και στο οποίο είναι θλιβερά απροσάρμοστος. Σ’ αυτήν την χώρα οι ιστοριούλες και τα ανέκδοτα είναι της μόδας και δεν γίνεται μεγάλο δείπνο, στο οποίο να μη βγουν ένα-δύο καινούργια, τα οποία κάνουν τον γύρο του τύπου.
Η συζήτηση από την άλλη μεριά αποτελείται από σύντομα, πνευματώδη ευφυολογήματα ή από φλύαρη ανταλλαγή ανοησιών, κατά περίπτωση. Αυτό είναι απολύτως αληθινό στις μεσογειακές χώρες. Κανένας Έλληνας, Γάλλος ή Ισπανός δεν έχει την υπομονή να περιμένει το τέλος μιας ιστορίας. Είναι βέβαιο ότι θα ξεσπάσει σε ευγενικά γέλια πριν φθάσει στη μέση της, ή αν φθάσει στο τέλος της, όπως συμβαίνει σε σπάνιες περιπτώσεις, θα πει ευγενικά: «Παρακαλώ, κύριε, συνεχίστε».
Παρευρισκόμουν κάποτε σε ένα διεθνές δείπνο σε μία πρεσβεία, στο οποίο τιμώμενος προσκεκλημένος ήταν ένας Αμερικανός βουλευτής, φημισμένος αφηγητής. Διηγήθηκε, με πολλές λεπτομέρειες, την ιστορία ενός αγρότη, που είχε δύο γιους, έναν καλό και συνετό, και έναν σπάταλο. Πεθαίνοντας άφησε το αγρόκτημα στον καλό νέο, και ο άλλος κινήθηκε νομικά να προσβάλει τη διαθήκη. Η αντιδικία κράτησε χρόνια, με τις αμοιβές των δικηγόρων να κατατρώγουν την περιουσία, ώσπου οι φράχτες, το σπίτι και οι αποθήκες ξεχαρβαλώθηκαν.
Ένα βράδυ, ο ιδιοκτήτης του αγροκτήματος καθόταν στη βεράντα του και, βλέποντας γύρω του τα υποθηκευμένα χωράφια του, μουρμούρισε:
«Όταν τα σκέφτομαι όλα αυτά, μερικές φορές σχεδόν λυπάμαι που πέθανε ο μπαμπάς».
Τα πνιχτά γέλια στα οποία ξέσπασαν οι λίγοι παρόντες Αμερικάνοι γρήγορα πνίγηκαν από την έκφραση τρόμου στα πρόσωπα των άλλων και την παρατήρηση ενός αβρού Γάλλου:
«Από πάντα ήξερα ότι ο σεβασμός προς τους γονείς δεν εντυπώνεται τόσο βαθιά στο μυαλό των παιδιών στην Αμερική, όσο σε άλλες χώρες».
Τη δυνατότητα να πάρω μια πρώτη ιδέα για τη νοοτροπία των ξένων, μου την έδωσε πριν πολλά χρόνια μια γοητευτική, μικροκαμωμένη Αυστριακή βαρόνη, που λεγόταν Ντούσα. Ήταν μικροσκοπική, σαν πορσελάνη της Δρέσδης, με απαλό δέρμα και μεταξένια ξανθιά μαλλιά, διάσημη για τις εξαίσιες τουαλέτες της. Με πληροφόρησε ότι όλα τα ρούχα της ράβονταν στο Παρίσι, και όταν τη ρώτησα πώς γινόταν να της ταιριάζουν τόσο τέλεια, απάντησε: «Διατηρώ μια κούκλα στα μέτρα μου στο Παρίσι». Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μέγεθός της, η εξήγηση μου φάνηκε απόλυτα φυσιολογική.
Της μιλούσα κάποτε για μερικούς από τους φημισμένους κωμικούς μας και της είπα την ακόλουθη ιστορία του Μπιλ Νάι.
Ένας φίλος του τον ρώτησε αν ήταν αλήθεια ότι το ψάρι κάνει καλό στο μυαλό, και αν ναι, ποιο είδος συνιστούσε ιδιαίτερα για τον σκοπό αυτό.
«Όλα τα είδη είναι κατάλληλα», λέγεται ότι απάντησε ο Νάι, «αλλά για την περίπτωσή σου θα συνιστούσα φάλαινα».
Η βαρόνη το σκέφτηκε σοβαρά για λίγο και ύστερα πρόβαλε την αντίρρηση: «Μα δεν ήξερα ότι τρώγεται η φάλαινα!»8.
Στο τέλος όμως ξύπνησε.
Της έλεγα για τις μάντρες ζώων στο Σικάγο. Την πληροφόρησα ότι τα γουρούνια οδηγούνταν κατά χιλιάδες στη μια άκρη μιας τεράστιας μηχανής και πετάγονταν έξω από την άλλη σε μορφή ζαμπόν, λουκάνικου, κ.τ.λ.
Δεν έκανε κανένα σχόλιο γι’ αυτό, αλλά μετά από λίγες μέρες είπε, με την ξενική προφορά της: «Ω! σχετικά με εκείνες τις μεγάλες μηχανές στις μάντρες ζώων στο Σικάγο. Δεν είναι τίποτε-τίποτε. Έχουμε εδώ και καιρό στη Βιέννη το ίδιο πράγμα. Όμως εδώ, αν δεν σου αρέσει το ζαμπόν, τα λουκάνικα, το μπέικον κ.τ.λ., αντιστρέφεις τη μηχανή και ζωντανά σου γουρούνια πετάγονται πάλι από την πάνω άκρη!»
Τα ακόλουθα περιστατικά με δύο Αμερικάνους, που συνάντησα για πρώτη φορά στην Ελλάδα, δείχνουν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο μπορώ να σκεφθώ, το πόσο μικρός είναι ο κόσμος και πόσο σύντομη η ζωή.
Γνωρίζω τον Μπάρτον Χολμς πολλά χρόνια και έχω πέσει πάνω του τυχαία σε πολλές μακρινές γωνιές της Γης, περίπου όπως κάποιος πέφτει πάνω σε γνωστούς σε ένα μικρό χωριό. Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν πριν από δύο ή τρία χρόνια στη Βουδαπέστη.
Η πιο περίεργη συνάντηση που είχα μαζί του κάποτε ήταν στον ποταμό Σίλκα στη Σιβηρία. Η στάθμη του νερού είχε πέσει και το ατμόπλοιό μου είχε κολλήσει σε μια ξέρα. Έκανα μπάνιο στο ποτάμι, όταν πέρασε ένα άλλο σκάφος, με κατεύθυνση προς τα κατάντη, στο κατάστρωμα του οποίου ήταν ο Μπάρτον Χολμς. Δεν ξέρω αν με είδε ή όχι, αλλά εγώ του φώναξα.
Συνάντησα αρκετές φορές, σε χρονικό διάστημα πολλών ετών, τον στρατηγό Νέλσον Α. Μάιλς, έναν ψηλό, επιβλητικό άντρα, με στρατιωτικό παράστημα. Πέρυσι ήμουν με την κόρη μου στο τσίρκο των αδελφών Ρίνγκλιν στην Ουάσιγκτον. Καθόμασταν κοντά στην πλευρά του δακτυλίου, και η πελώρια τέντα ήταν γεμάτη. Πολύ κοντά σε μας, ένας θεατής κατέρρευσε και γλίστρησε στο έδαφος. Τον κουβάλησαν έξω και η παράσταση συνεχίστηκε. Ήταν ο στρατηγός Μάιλς, που είχε βρει, σε απόσταση λίγων μέτρων από μένα, έναν ευτυχισμένο θάνατο, διότι ήταν λάτρης του τσίρκου και πιστός θεατής του. Έτσι έφυγε μια σπουδαία ηγετική μορφή, που είχε ζήσει μια πλούσια ζωή και είχε διοικήσει στρατιές.
Έτσι φεύγουμε όλοι, μικροί και μεγάλοι, και η παράσταση συνεχίζεται.
Σχόλια του μεταφραστή
1 Στο Μπάνκερ Χιλ (Bunker Hill) έγινε το 1775 μια από τις πρώτες σημαντικές μάχες του Αμερικανικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας.
2. Στο κείμενο Dagoes (λαϊκή προσβλητική έκφραση, χρησιμοποιούμενη κυρίως για τους Ιταλούς).
3. Στο κείμενο Chesterfieldian (από τον 4ο κόμη του Chesterfield).
4. Κουέικερ (Quaker): μέλος χριστιανικής αίρεσης
5. Στο κείμενο Khediveal, από το Khedive, τον τίτλο του αντιβασιλέα της Αιγύπτου.
6. Τίτυρος (στο κείμενο Tityrus): Ήρωας των βουκολικών ειδυλλίων του Θεοκρίτου.
7. Στο κείμενο Psyche knot.
8. Η βαρόνη μιλά με αυστριακή προφορά (π.χ. στο κείμενο zat ze αντί that the)
15. ΜΕΡΙΚΟΙ ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ
Συχνά φτάνουν σε μικρές πρωτεύουσες πολύ πλούσιοι Αμερικάνοι, κάτοχοι τεράστιων, διεθνώς γνωστών περιουσιών, και αναμιγνύονται, με δημοκρατικό τρόπο, με τους εκπροσώπους της χώρας τους και την καλή κοινωνία της πόλης, αφήνοντας πίσω ένα απόθεμα κουτσομπολιού και θρύλων.
Ένα ζευγάρι, θυμάμαι, έφτιαχνε ένα μεγάλο πανεπιστήμιο στη Δύση. Ο σύζυγος συνέλαβε την ιδέα να αγοράσει έναν από τους στύλους του Ολυμπίου Διός, να τον στείλει στην πατρίδα του και να τον στήσει στην πανεπιστημιούπολή του. Επέμενε τόσο πολύ, που ο βασιλιάς Γεώργιος, ένας ευδιάθετος άνθρωπος με ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ, έκανε πως κρύβεται, όποτε εμφανιζόταν, και συχνά μουρμούριζε στον Αμερικανό πληρεξούσιο πρέσβυ «βοήθεια! βοήθεια!»
«Θα σας δώσω γι’ αυτό ένα εκατομμύριο δολάρια, Μεγαλειότατε, σε γνήσιο, τίμιο αμερικανικό χρήμα», ήταν το επιχείρημά του. «Για να δούμε σε πόσες δραχμές αντιστοιχεί» και έκαμνε τον υπολογισμό.
«Τι θεόσταλτο δώρο θα ήταν για την ταλαίπωρη, καταχρεωμένη χώρα σας!». Έφυγε με την πεποίθηση ότι οι Έλληνες δεν εκτιμούν σωστά την πραγματική αξία του χρήματος.
Όπως συμβαίνει με όλους τους μεγάλους επιχειρηματίες, οι ιδέες του ήταν κατά βάση ορθές και πρακτικές. Για παράδειγμα, ήξερε από ένστικτο ότι σπουδαίοι καθηγητές φτιάχνουν σπουδαίο πανεπιστήμιο, και άρχισε να στέλνει γράμματα σε εξέχοντες επιστήμονες σε διάφορους κλάδους, προσφέροντάς τους μεγαλύτερες αποδοχές από αυτές που ήδη έπαιρναν. Ένας διακεκριμένος καθηγητής του Χάρβαρντ μου είπε ότι είχε συζητήσει με τον εκατομμυριούχο το να ενταχθεί στο προσωπικό του.
«Τι βιβλιοθήκη θα έχετε;» ρώτησε ο καθηγητής. «Θα με εξουσιοδοτήσετε εν λευκώ να αγοράζω βιβλία της ειδικότητάς μου; Ένας λόγος που είμαι ικανοποιημένος από τη θέση που κατέχω τώρα, είναι το ότι έχουμε θαυμάσια βιβλιοθήκη. Κάνω έρευνα και πρέπει να έχω πρόσβαση σε οτιδήποτε έχει γραφτεί πάνω στο θέμα μου».
«Βιβλιοθήκη;» αναφώνησε ο εκατομμυριούχος, «δεν θα έχω καθόλου βιβλιοθήκη. Θα προσλάβω ανθρώπους που τα έχουν όλα στο κεφάλι τους».
Η δικαιοσύνη απαιτεί να δηλώσω ότι ο κύριος … ήταν πολύ έξυπνος για να μην αντιλαμβάνεται για πολύ καιρό την αξία μιας βιβλιοθήκης, και πέτυχε να αποκτήσει μια συλλογή βιβλίων, που αποτελούσε από μόνη της πόλο έλξης επιστημόνων.
Μια πολύ πλούσια κυρία από την Ουάσιγκτον, που επισκέφθηκε με τη θαλαμηγό της τον Πειραιά, είχε με κάποιον τρόπο αποκτήσει μια αυθεντική Ταναγραία, ένα από εκείνα τα έξοχα μικρά πήλινα δημιουργήματα, που παριστάνουν κυρίες της αρχαιότητας σε γοητευτικές φιλάρεσκες στάσεις, φορώντας ρούχα και καπέλα που θα μπορούσαν να είχαν αγοραστεί στο Παρίσι.
Μάλιστα, ένας γνωστός Γάλλος, όταν είδε για πρώτη φορά μια συλλογή από αυτές, αναφώνησε: «Αυτές δεν είναι αρχαίες Ελληνίδες, είναι Παριζιάνες!»
Υπάρχουν πολλές έξυπνες απομιμήσεις, κατασκευασμένες στη Γερμανία βεβαίως, αλλά οι αυθεντικές έχουν γίνει εξαιρετικά σπάνιες και ακριβές.
«Ανακάλυψα τι είναι αυτό», μου είπε η κυρία, δείχνοντάς την μου. «Είναι το μοντέλο, με βάση το οποίο γίνονταν τα αρχαία αγάλματα. Ο γλύπτης έκανε πρώτα αυτό το μοντέλο και ύστερα λάξευε τη φυσικού μεγέθους μορφή σε μάρμαρο. Σκοπεύω να το πάρω στη Ρώμη και να παραγγείλω να μου φτιάξουν το άγαλμα με μάρμαρο της Καράρας».
«Και μετά τι θα κάνετε το αγαλματάκι;», ρώτησα, τρέφοντας την αμυδρή και μακρινή ελπίδα να αποκτήσω την κυριότητά του.
«Ω, αφού γίνει το άγαλμα, θα πετάξω την κούκλα», απάντησε.
Η ίδια γυναίκα αγόρασε δύο αγάλματα από τον Βρούτο, έναν σύγχρονο Αθηναίο γλύπτη με αξιόλογα προσόντα, και τα έστειλε στην Ουάσιγκτον.
«Εσείς νομίζετε ότι δεν μπορείτε να βγάλετε αρχαιότητες από την Ελλάδα», σχολίασε κατόπιν στην κυρία Μπαχμέτεφ, σύζυγο του Ρώσου πρεσβευτή. «Δείτε αυτά!»
Ένας πολύ πλούσιος Αμερικάνος, ιδιοκτήτης μιας μεγάλης εφημερίδας, επισκέφθηκε την Αθήνα και είδα φευγαλέα τα πόδια του, κάτω από ιδιάζουσες περιστάσεις. Θα ήθελα να τον δω περισσότερο, διότι πάντα έτρεφα μεγάλο θαυμασμό γι’ αυτόν, αλλά υποθέτω ότι πρέπει να αισθάνομαι ευγνωμοσύνη, που είδα έστω και τα πόδια αυτού του όντως διακεκριμένου συμπατριώτη.
Ένας ανακατωσούρης, γεμάτος στόμφο, μικροκαμωμένος άντρας εμφανίστηκε στο γραφείο μου και ανήγγειλε εντυπωσιακά: «Ο κύριος … είναι εδώ. Έφτασε το πρωί με τη θαλαμηγό του».
«Χαίρομαι πολύ που το ακούω», απάντησα με ειλικρίνεια, «ελπίζω ότι θα έχω την χαρά να τον συναντήσω».
«Με έστειλε να σας πω ότι θέλει να εφοδιάσετε με κάρβουνο τη θαλαμηγό του αμέσως. Αμέσως, κύριε».
«Μα δεν ασχολούμαι με το εμπόριο του άνθρακα», απάντησα. «Είμαι ο Αμερικανός πρόξενος».
«Γνωρίζετε ποιος είναι ο κύριος …;» με ρώτησε επιτακτικά ο επισκέπτης μου. «Είναι ο μη εστεμμένος βασιλιάς της Αμερικής».
«Α, έτσι», είπα, αφήνοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης, «αυτό με βγάζει απ’ έξω. Εργάζομαι για τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών».
Πιο αργά την ίδια μέρα περπατούσα στην οδό Κηφισίας, όπου συνάντησα ένα μεγάλο συγκεντρωμένο πλήθος.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησα, με το μυαλό μου να πηγαίνει ενστικτωδώς σε κάποια επανάσταση.
«Ο κύριος …», απάντησαν αρκετές φωνές, επαναλαμβάνοντας το όνομα του μη εστεμμένου βασιλιά.
Ένα κλειστό αμάξι με δυό άλογα διέσχιζε ορμητικά τον δρόμο και αμέσως υψώθηκε η κραυγή: «Νάτος, έρχεται!». Καθώς η ακολουθία περνούσε ακριβώς μπροστά μου, έσπασε ένα τζάμι και δυό πόδια ξεπρόβαλαν από το παράθυρο.
«Αυτός είναι!» φώναξε εύθυμα το πλήθος. «Αυτά είναι τα πόδια του».
Και αυτό μου θυμίζει έναν άλλο Αμερικανό πολυεκατομμυριούχο, που ήρθε με τη θαλαμηγό του στη Θεσσαλονίκη, όταν ήμουν τοποθετημένος εκεί, και έφερε μαζί του έναν ασυνήθιστο παπαγάλο. Φιλοξενούσε μια όμορφη, γοητευτική και διάσημη Γαλλίδα ηθοποιό. Με προσκάλεσαν για δείπνο στο σκάφος. Βρήκα το τραπέζι στρωμένο στο κατάστρωμα, καθώς ήταν ένα ζεστό καλοκαιριάτικο βράδυ, και πέρασα κανά δυο αξέχαστες ώρες με έναν εκκεντρικό οικοδεσπότη και μια λεπτοκαμωμένη, ευγενική κυρία.
Κατά τη διάρκεια του δείπνου άκουσα ήχους, που έμοιαζαν με κλάματα βρέφους, να έρχονται από την καμπίνα.
«Α, τι ωραία!» αναφώνησα, «Βλέπω ότι έχετε μωρό στο σκάφος». Αγαπώ πολύ τα παιδιά.
«Όχι», απάντησε ο οικοδεσπότης μου, «δεν έχουμε παιδί στο σκάφος. Είναι ο παπαγάλος».
«Ναι», επιβεβαίωσε η ηθοποιός, «είναι ο παπαγάλος».
Τα κλάματα του αξιοθαύμαστου πουλιού συνεχίστηκαν και επαναλήφθηκαν σποραδικά κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Αμφιβάλλω. Πάντα θα αμφιβάλλω, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι δουλειά μου. Στην Ελλάδα αποκαλούν τα μωρά «αηδόνια του σπιτιού».
Ο συνταγματάρχης Γουίλιαμ Τζένινγκς Μπράιαν ήταν ένας διακεκριμένος Αμερικανός, που ταξίδεψε πολύ και δημιούργησε ευνοϊκή εντύπωση με την αξιοπρέπεια και την ευθυκρισία του. Οι διάσημοι Αμερικάνοι πρέπει να έχουν στο μυαλό τους ότι είναι ανεπίσημοι εκπρόσωποι της χώρας τους και να έχουν κάποια αίσθηση υπευθυνότητας.
Παρέθετα δείπνο στον συνταγματάρχη και την οικογένειά του στην Αμερικανική Πρεσβεία, όταν πληρεξούσιος πρέσβυς ήταν ο κ. Τζάκσον. Θυμάμαι ότι στην πρόσκλησή μου ανέφερα ότι δεν θα φορούσα βραδινό ένδυμα και ότι δεν θα υπήρχε κρασί στο τραπέζι.
Η ανάμνησή μου από αυτόν τον πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο στο δείπνο είναι ότι ήταν βαρύς και δεν άφηνε τους τύπους και ότι η οικογένειά του τον ατένιζε με σιωπηλή έκπληξη και θαυμασμό. Εμένα με εντυπωσίασε και με καταπίεσε. Πρέπει να υπάρχει ισχυρό υπόστρωμα αξίας σε κάποιον που λατρεύεται τόσο από την οικογένειά του.
Όταν ο συνταγματάρχης Μπράιαν πήγε στη Σμύρνη, πήρε μαζί του ένα μεγάλο απόθεμα από φυλλάδια του κατηχητικού, για να τα διανείμει στους Τούρκους. Αυτά κρατήθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα στο τελωνείο και ο λόγος για την κατακράτησή τους δεν ήταν φανερός, μέχρι που τελικά αποδεσμεύθηκαν. Φαίνεται ότι αυτά τα φυλλάδια είχαν ως κεφαλίδα, που επαναλαμβανόταν σε διάφορες σελίδες, τη φράση: «Ο Χριστός πέθανε για να σώσει τους αμαρτωλούς».
Οι Τούρκοι τα εξέτασαν προσεκτικά όλα και τα διόρθωσαν χρησιμοποιώντας πένα, ώστε να διαβάζονται: «Ο Χριστός πέθανε για να σώσει τους χριστιανούς αμαρτωλούς». Αυτό ήταν πολλή δουλειά, διότι το απόθεμα των φυλλαδίων ήταν μεγάλο, αλλά την έκαναν πλήρως.
Ο κύριος Μπράιαν έγραψε μια σειρά από άρθρα για το ταξίδι του σε όλον τον κόσμο, που δημοσιεύθηκε σε μια έκδοση με μεγάλη κυκλοφορία. Ρώτησα τον κ. Τζάκσον, γιατί έκαμνε αυτό το ταξίδι ο συνταγματάρχης, και μου απάντησε: «Γυρίζει τον κόσμο μαζεύοντας λανθασμένες πληροφορίες». Προφανώς οι Τούρκοι είχαν την ίδια γνώμη.
Αργά ή γρήγορα, όλοι όσοι αξίζουν να τους γνωρίσει κανείς, έρχονται στην Αθήνα. Ένας από τους πιο ευχάριστους και διασκεδαστικούς Αμερικάνους, που γνώρισα ποτέ, ήταν ο μακαρίτης Ρίτσαρντ Χάρντινγκ Ντέιβις. Πέρασα μαζί του κάμποσα ευχάριστα βράδια. Ο Ντέιβις ήταν βέβαια αμίμητος παραμυθάς και ήταν προθυμότατος να πει κάποιο τραγούδι, αν του το ζητούσαν. Αγαπούσε ιδιαίτερα ένα πειρατικό τραγούδι, του οποίου η επωδός περιλάμβανε τις λέξεις: «αίμα και κόκαλα», και ερμήνευε εξαιρετικά το «Μανταλάι» του Κίπλινγκ. Από τις πολλές ιστορίες που μου είπε, θυμάμαι καλύτερα την ακόλουθη:
Ένα βράδυ δειπνούσε στο Λονδίνο με φίλους του, ένας από τους οποίους πρότεινε να επισκεφθούν ένα αλλόκοτο εστιατόριο, που είχε ανακαλύψει. Οι θαμώνες, άνθρωποι από τις φτωχογειτονιές, κάθονταν σε ξύλινους πάγκους και έτρωγαν τηγανητά ψάρια, τα οποία κατέβαζαν με γενναίες δόσεις μπύρας. Το μαγαζί ήταν πάντα γεμάτο και οι πάγκοι πλήρως κατειλημμένοι, ενώ η χαρωπή εθιμοτυπία για κάθε νεοεισερχόμενο ήταν να σπρώχνει μια σειρά από καθισμένους, μέχρι να πέσει αυτός που ήταν στην άλλη άκρη και να καταλαμβάνει τη θέση που δημιουργούνταν με αυτόν τον τρόπο.
Το εσωτερικό αποτελούνταν από μια αίθουσα, που περιβαλλόταν από μια σειρά υπερυψωμένους μικρούς χώρους και ήταν πλημμυρισμένη από οσμή τηγανητού ψαριού και καπνού πίπας.
Ο Ντέιβις έφθασε σε αυτό το μοναδικό και αρωματικό εστιατόριο γύρω στα μεσάνυχτα και μπήκε σε ένα από τα χωρίσματα με τον φίλο του. Επειδή του κινήθηκε το ενδιαφέρον, τεντώθηκε όσο μπορούσε και κοίταξε προς τα κάτω το πλήθος, μια φιγούρα άψογη και επιβλητική, ντυμένη επίσημα.
Αμέσως ένας λιπαρός και λιγδιασμένος κύριος σηκώθηκε κρατώντας ένα ποτήρι μπύρα στο ένα χέρι και μία πίπα στο άλλο και ρητόρευσε1: «Λόγω της απροσδόκητης παρουσίας του Πρίγκιπα της Ουαλίας, παρακαλώ το ακροατήριο να εγερθεί και να ψάλει το: Ο Θεός σώζοι τον Βασιλέα!», πράγμα που το ακροατήριο άρχισε αμέσως να κάνει.
Επίσης γνώρισα αρκετά τον Στέφεν Κρέιν, έναν λεπτό, σοβαρό νέο άντρα, που οδηγούσε γρήγορα τον εαυτό του στον θάνατο με το πιοτό. Πήρα πρόγευμα μια φορά μαζί του στο ξενοδοχείο Αγκλετέρ, κατά το οποίο ήπιε σχεδόν ένα λίτρο2 σαμπάνια. Του έκανα συστάσεις, αλλά με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε τίποτε σαν την πρωινή σαμπάνια, για να ξεκινήσει κανείς καλά.
Παρέθεσα ένα ανοιχτό γεύμα, στο οποίο ήταν παρών ο Αμερικανός πληρεξούσιος πρέσβυς. Ο εκπρόσωπός μας έπινε ουίσκι με σόδα σε όλα τα γεύματά του, αποκλείοντας όλα τα άλλα ποτά. Αυτό, είπε, ήταν το πιο υγιεινό και ασφαλές ποτό, όπως τον είχε διαβεβαιώσει εκείνος ο σοφός και έμπειρος διπλωμάτης, ο Βρετανός συνάδελφός του.
Ο Κρέιν, που καθόταν δίπλα στον Αμερικανό πληρεξούσιο πρέσβυ, άπλωσε το χέρι του, πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι και γέμισε ένα νεροπότηρο, το οποίο ήπιε. Λίγα λεπτά αργότερα ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι, κοίταξε τον πρέσβυ κατάφατσα και είπε: «Νομίζεις ότι είσαι πολύ σπουδαίος, έτσι δεν είναι;» Τον μαζέψαμε και τον στείλαμε σπίτι του με ένα αμάξι. Ήταν κρίμα, διότι άφησε σπουδαίο όνομα στη λογοτεχνία. Αλλά ποιος ξέρει; Ίσως η ιδιοφυΐα του, όπως του Ντε Κουίνσι και πολλών άλλων, χρειαζόταν αυτού του είδους το κέντρισμα.
Λίγοι μπορούν να απορροφήσουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ χωρίς μοιραία αποτελέσματα. Σχεδόν όλοι οι συνομήλικοί μου, που ήταν εθισμένοι στη χρήση του, έχουν πεθάνει, ενώ σχεδόν όλοι οι εγκρατείς ζουν ακόμη. Υπάρχουν όμως μερικοί άνθρωποι, τους οποίους τίποτε δεν μπορεί να σκοτώσει, εκτός από την πολύ μεγάλη ηλικία.
Ο πιο τρομερός πότης που συνάντησα ποτέ ήταν ο Σερ Τζον Μαχάφι, ο διάσημος Ιρλανδός κληρικός και λόγιος, εύγλωττος υποστηρικτής της σύγχρονης προφοράς των αρχαίων Ελληνικών. Δεν ήταν Αμερικανός, αλλά φαίνεται σωστό να τον αναφέρω εδώ.
Δειπνούσε ένα βράδυ μαζί μου στην Αθήνα και μπροστά του βρισκόταν ένα μπουκάλι σκοτσέζικο ουίσκι, το οποίο είχε παραγγείλει. Όταν μεταφερθήκαμε στο σαλόνι, πήρε το μπουκάλι του μαζί του. Καθίσαμε και μιλούσαμε μέχρι πολύ μετά τα μεσάνυχτα, ή μάλλον αυτός μιλούσε. Αισθανόμουν σαν να άκουγα κάποιον θεό του Ολύμπου-και όντως άκουγα. Ευφράδεια, γνώσεις, ποίηση. Δεν αισθανόμουν κουρασμένος. Ο καθαρός αέρας της κορυφής του βουνού με κρατούσε ξύπνιο.
Γύρω στις τρεις σηκώθηκε να φύγει, αλλά ξανακάθισε με το σχόλιο: «Ω, δεν τελείωσα το μπουκάλι μου». Ήταν περίπου 4 π.μ. όταν τελικά έφυγε, αφήνοντας το μπουκάλι του άδειο, από το οποίο δεν ήπια ούτε γουλιά, καθώς δεν μου αρέσει το σκοτς.
Ζήτησε συγγνώμη που έφευγε βιαστικά, διότι είχε συνάντηση με φίλους του για να ανεβεί στην Ακρόπολη και να δει την ανατολή του ήλιου. Το έκανε, όπως με πληροφόρησε κάποιος από την παρέα, και ήταν στον δρόμο όλη τη μέρα, γεμάτος ζωντάνια. Μόνο ένας ήρωας μπορεί να τελειώσει ένα λίτρο2 σκοτσέζικο ουίσκι στις 4 τα χαράματα και να σκαρφαλώσει το ίδιο πρωί ένα βουνό, για να δει την ανατολή του ήλιου.
Από όλους τους Αμερικάνους που συνάντησα στην Αθήνα κατά την παρατεταμένη διαμονή μου εκεί, αυτός που θα έλεγα ότι ωφελήθηκε περισσότερο από την Ελλάδα και που πήρε μαζί του τα περισσότερα προς όφελος όλου του κόσμου ήταν η Μάργκαρετ Άνγκλιν, η διάσημη ηθοποιός. Πήγε εκεί για να συλλάβει το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα για τις αξιόλογες παραστάσεις Ελληνικών δραμάτων που έκανε. Όντας βαθιά μελετήτρια και γυναίκα σπάνιας ευφυΐας, πήρε αυτό για το οποίο ήρθε.
Είχα την ευχάριστη εμπειρία να δειπνήσω μαζί της και με τον ευδιάθετο και προικισμένο σύζυγό της Χάουαρντ Χαλ ένα βράδυ, στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου που έβλεπε όλον τον κόλπο του Φαλήρου.
Τον Μάιο του 1927 έτυχε να είμαι στη Νέα Υόρκη τον καιρό που έδινε μια καταπληκτική παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή στο Μετροπόλιταν Όπερα Χάους, το οποίο ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Την επισκέφθηκα στο διαμέρισμά της και βρήκα τη μεγάλη τραγική ηθοποιό της προηγούμενης νύχτας στη μέση μετακόμισης. Κάπως ατημέλητη και φορώντας φόρμα γυμναστικής, βοηθούσε τον άντρα της και κανά δυο υπηρέτες να ετοιμάσουν μπαούλα και να κατεβάσουν κάδρα. Με χαιρέτησε εγκάρδια και απλά με το ακόλουθο σχόλιο:
«Ο άντρας μου λέει ότι θέλετε να με περιλάβετε σε ένα βιβλίο με πολλές βασίλισσες, αλλά με πετύχατε σε μια στιγμή που δεν δείχνω καθόλου κάτι τέτοιο».
Όταν κάθισε σε έναν καναπέ και άρχισε να μιλά για τους αρχαίους δραματουργούς, και για το πώς, κορίτσι ακόμη, συνειδητοποίησε ότι η ποίηση και το πάθος μέσα τους έπρεπε να συναρπάζουν τα σύγχρονα ακροατήρια όπως έκαναν πριν από 20 αιώνες, αν παρουσιάζονταν σωστά, και το πώς είχε αφιερώσει τη ζωή της στον σκοπό αυτό, αντιλήφθηκα ότι είχα πραγματικά μπροστά μου μια Βασίλισσα της Σκηνής. Οφείλουμε φόρο τιμής σε μια γυναίκα, που έκανε αποστολή της το να προσφέρει στο κοινό κάτι τέτοιο. Και είναι πολύ παρήγορο το να ξέρει κανείς ότι, ακόμη και σ’ αυτές τις μέρες μιας σάπιας και διεφθαρμένης περιόδου, τα έργα του Αισχύλου και του Σοφοκλή, παιγμένα από την Μάργκαρετ Άνγκλιν, μπορούν να γεμίσουν θέατρα μέχρι έξω.
Σχόλια του μεταφραστή
1. Στο κείμενο hawing, honexpected κ.λ.π. για να τονιστεί η λονδρέζικη προφορά.
2. Στο κείμενο quart, δηλαδή ¼ του γαλονιού, το οποίο είναι περίπου ίσο με ένα λίτρο.